του Κωνσταντίνου Π. Ντζούφρα Δασκάλου-Φιλολόγου Καθηγητή-Λυκειάρχη
Μια φορά και έναν καιρό, νομάδες ανέστιοι άγνωστο πόσοι και από πού, οδηγώντας τα κοπάδια τους σε νέους βοσκοτόπους, έφθασαν στον τόπο μας, κατασκεύασαν τις καλύβες τους και έγιναν οι απόμακροι πρόγονοί μας.
Αργότερα είδαν ότι έπρεπε να καλλιεργήσουν και τη γη, με πρωτόγονο φυσικά τρόπο και καθώς ήταν λίγοι και ολιγαρκείς, επιβίωναν αλλά μόνο επιβίωναν. Η εισαγωγή από την πόλη μηχανημάτων και βιομηχανικών προϊόντων ήταν αδύνατη, γιατί έπρεπε να δώσουν κτηνοτροφικά και γεωργικά προϊόντα, που όχι μόνο δεν περίσσευαν, αλλά ούτε και για τους ίδιους δεν επαρκούσαν.
Και συνέχιζαν να ζουν σε μια κλειστή κοινωνία χωρίς απαιτήσεις από το κράτος, ούτε και το κράτος από αυτούς. Το βασικό γεωργικό προϊόν ήταν το καλαμπόκι, που αν και είναι τροφή των ζώων, όσο απέμενε από τα πουλιά και τα τρωκτικά, το είχαν για δική τους τροφή, που επαρκούσε μέχρι τα Χριστούγεννα, αν η χρονιά πήγαινε καλά.
Και τα χρόνια περνούσαν και έλεγαν ότι η ελπίδα για κάτι καλύτερο πεθαίνει τελευταία, αλλά δεν έλεγαν ποιος θα τη θάψει. Πότιζαν και ξαναπότιζαν και ξαναπότιζαν τη γη με τον ιδρώτα τους, αλλά αυτή αρνούνταν να γίνει η μάνα τροφός των παιδιών της.
Στον τόπο, που δεν υπάρχει χώμα και νερό σε επάρκεια, η φύση απαγορεύει να ζουν άνθρωποι. Και όμως στο χωριό, στο χωριό μας το Χαλίκι ζούσαν άνθρωποι, ενώ θα έπρεπε να είναι οικολογικό και ζωολογικό πάρκο.
Εδάφη άγονα, βράχια και διαβρώσεις εμπόδιζαν την καρποφορία της γης και την επικοινωνία των ανθρώπων, μικρά τα καλοκαίρια για την ωρίμανση των προϊόντων και ατέλειωτοι οι χειμώνες με το χιόνι να μπαίνει στα ταβάνια των σπιτιών από τις πέτρινες στέγες και να σκεπάζει για μέρες και εβδομάδες ολόκληρες του κήπου τα λάχανα.
Ήταν οι εποχές, που οι άνθρωποι έκαναν, όσα έπρεπε να κάνουν τα ζώα και οι μηχανές, που οι κοπέλες νοιάζονταν, πώς θα φτιάξουν την προίκα τους και θα βρουν τον καλό τους και οι νέοι ξυπόλυτοι, νηστικοί και ρακένδυτοι πώς θα μάθουν γράμματα, για να γίνουν καλοί άνθρωποι, αλλά τα όνειρά τους να γίνονται στάχτη.
Δυο μέρες ήθελε κάποιος να αγοράσει από το μονοπώλιο σπίρτα, αλάτι και πετρέλαιο, μέχρι που έγινε ο δρόμος με μεροκάματο 12 δραχμές ήλιο με ήλιο και συχνές ήταν οι επισκέψεις του χωροφύλακα μη τυχόν κανένα γεροντάκι βγάζει τσίπουρο και καπνίζει λαθραίο τσιγάρο, γιατί το κράτος χάνει φόρους.
Και εκεί που θα περίμενε κανείς μετά τον παπά, το δάσκαλο και τον ταχυδρόμο αλλά και το φως, νερό, τηλέφωνο, που εξασφάλισε το σεβαστό κράτος, ότι οι κάτοικοι θα παρέμεναν στον τόπο τους, άρχισε η μεγάλη των ταλαιπωρημένων φυγή σαν εκδίκηση, ανακούφιση αλλά και λύτρωση και που καλά έκαναν και έφυγαν, δεν έκαναν όμως καλά, που άργησαν να φύγουν.
Και τώρα; Τώρα τα τζάκια δεν καπνίζουν πια. Παιδικές φωνές δεν ακούγονται. Οι πόρτες των σπιτιών δεν είναι ορθάνοιχτες και οι καλοσυνάτοι άνθρωποι δε φιλεύουν τον περαστικό κάτι, όπως κάποτε. Οι αυλές χορτάριασαν. «Εις βάτους επνίγη το εύβοτρυ κλήμα», που θα έλεγε και ο Βαλαωρίτης. Το γεροντάκι δεν καπνίζει πια λαθραίο τσιγάρο και δε διηγείται ιστορίες της Mικρασιατικής καταστροφής και ο κούκος, συνεπής ντελάλης της άνοιξης, φέρνει και ξαναφέρνει το μήνυμα του ερχομού της, αλλά αυτός το λέει και αυτός το ακούει. Τώρα το χωριό μας μοιάζει με ερημωμένη εκκλησιά, όπου σταμάτησε η θεία λειτουργία.
Ο χρόνος και η απόσταση όμως ωραιοποιούν εικόνες και βιώματα δυσάρεστα. Όλοι, προγραμματισμένα ή απρογραμμάτιστα, με συχνές ή όχι επισκέψεις, με ατομικές ή συγκινητικές προσπάθειες του συλλόγου, ζούμε με τον ακοίμητο πόθο για κάποιες ώρες ή μέρες, αλλά μόνο για τόσο, να ακούσουμε το δάκρυ της βρύσης, να παραδoθούμε ώρες ολόκληρες στο μεγαλείο της λουλουδιασμένης κερασιάς και να πάρουμε λίγη περηφάνεια από τις φιγούρες των αετών.
Τώρα το σπίτι μας «στοιχειό είναι και μας προσκαλεί, ψυχή και μας προσμένει», που λέει και ο ποιητής. Αλλά οι Οδυσσείς δε θα ξαναγυρίσουν στην Ιθάκη.
Θρίαμβος της απαισιοδοξίας; Ίσως.
Θυσία στο βωμό της πραγματικότητας; Μάλλον.
Το άγιο χώμα όμως του τάφου των γονιών μας θα κρατεί την ψυχή μας για πάντα αιχμάλωτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου