Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2013

ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ Δρ Ιωάννης Γ. Νεραντζής


«ΟΠΩΣ ΚΥΛΑΝΕ ΤΑ ΝΕΡΑ, ΠΑΝΕ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ»  

ΔΙΑΛΕΞΗ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ 

ΣΤΙΣ 18-8-2012

   Αγαπητοί συντοπίτες, Χαλικιώτες και Χαλικιώτισσες, και για να τιμήσω ιδιαίτατα τη γενιά που γεννήθηκε εδώ και ριζοκρατάει από εδώ, από αυτό το χωριό Δερίκοβον, αγαπητοί Δερικοβίτες και Δερικοβίτισσες:
Τα βοσκοτόπια και οι στάνες του Δερίκοβου, και τα νερά τού Δερικοβίτικου ρέμματος μας καλωσορίζουν όλους εμάς, σήμερα, σε τούτο το «αντάμωμα» συγχωριανών Ντερικοβιτών και παιδιών της τωρινής γενιάς Χαλικιωτών, σε ένα «αντάμωμα» που για τους αιωνόβιους προβατάρηδες και γιδάρηδες βοσκούς και τσελιγκάδες είναι αντάμωμα αναμνήσεων και ζωής στη Φύση και αναπόληση των ονείρων τους, κάτω από τον έναστρο ουρανό, όπου οι Πλειάδες, η Πούλια κι ο Αυγερινός, παίζουν «κρυφτούλι» και κρύβονται σε τούτα εδώ τα θερινά λιβαδοτόπια, ανάμεσα στα βεργόκλαδα του θαμνόδενδρου που οι περατάρηδες από εδώ νομάδες των Βαλκανικών βουνών ονόμαζαν Δερίκοβον στα Μεσαιωνικά τα Χρόνια.
Θέλω να πώ ότι, οι διαβατικοί και από τούτον τον βουνήσιο τόπο βλαχόφωνοι βαλκάνιοι ποιμενάρχες παρατήρησαν, εκεί που φύλαγαν τα «πράματά» τους, δηλαδή τα γιδοπρόβατά τους, στο τόπο αυτόν, που τώρα ανταμώσαμε όλοι εμείς, παρατήρησαν –λέγω - ότι φύτρωναν Κρανιές, ότι δηλαδή ήταν «τόπος με Κρανιές», «τόπος με Κράνα». Ήταν δηλαδή το οροπέδιο αυτό «Δερνίκοβον», όπως ονομάτιζαν τον τόπο με Κρανιές οι Σκλαβηνοί Βλάχοι του Βυζαντίου και όπως αναφέρεται η ονομασία αυτή στα παλαιοσλαβικά, στα παλαιοβουλγαρικά, και στα παλαιοσλοβενικά χωριά των Βαλκανίων. Ονομάτισαν, λοιπόν, πιθανότατα, τον τόπο αυτόν, τον κατάσπαρτο με τα βουνίσια Κράνια, *Δερνίκοβον, εξ ου και Δερίκοβον, που μετά το 1928 μετονομάστηκε σε Χαλίκι. (Συμεωνίδης Χ., Ετυμολογικό λεξικό των νεοελληνικών οικωνυμίων, τόμοι 2, ‘‘Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου Κύπρου’’, Λευκωσία-Θεσσαλονίκη, 2010. Ζάχος Ε. Παπαζαχαρίου, Βαλκανική Κολυμβήθρα Ονομάτων, ‘‘εκδόσεις Ισνάφι’’, Ιωάννινα 2010.)
   Είναι ο τόπος, λοιπόν, που δίνει το όνομα, κι όχι οι άνθρωποι.
   Και είναι τα ονόματα των τόπων που μας μιλάνε και μας λένε ότι οι άνθρωποι απ’ όλη τη Βαλκανική χερσόνησο ερχόντουσαν σε επαφή μεταξύ τους, ακολουθώντας τους ποτάμιους δρόμους που καθιστούν δυνατή την ανθρώπινη μετακίνηση από κοιλάδα σε κοιλάδα και φέρνουν σε επαφή τα έθνη και τους λαούς που αναπτύσσονται στις ποτάμιες γεωπολιτικές λεκάνες, μιά των οποίων είναι του ποταμού Εύηνου.
   Τούτο καθίσταται εύκολα κατανοητό κοιτώντας απλώς έναν χάρτη των Βαλκανίων: Εκεί θα δούμε ότι το σύμπλεγμα των ποτάμιων υδροσυστημάτων της Βαλκανικής χερσονήσου, επειδή έχουν κοινές υδροκριτικές γραμμές, τροποντινά λειτουργούν ως «συγκοινωνούντα δοχεία» υποδοχής των ανθρώπινων συνόλων που ακολουθούν αυτά τα ποτάμια, καλύτερα αυτούς τους νερένιους δρόμους των Βαλκανίων. Επιτρέπουν, με άλλα λόγια, τα παραποτάμια αυτά μονοπάτια την κίνηση των Λαών και των Εθνών στον Βαλκανικό χώρο, την ανταλλαγή προϊόντων, τη γλωσσική και πολιτιστική αλληλοεπίδραση, που τη βλέπουμε αποτυπωμένη στα τοπωνύμια και στα οικωνύμια του ορεινού κυρίως Ελλαδικού χώρου.
   Είναι αποδεδειγμένο, πάντως, ότι ο Δερικοβίτικος τόπος τούτος είναι κατοικημένος από την αρχαιότητα, από τους αρχαίους Έλληνες, από τους Αιτωλούς:  Ήταν Συνοικισμός μιάς πανάρχαιας κώμης, δηλαδή Συνοικισμός ενός πανάρχαιου ελληνικού χωριού στη χώρα των Αιτωλών που είχε διασκορπισμένους τους οικισμούς του και απλωμένους στον παραπόταμο του Ευήνου Φειδάκια ή Βασιλικός.
   Συγκεκριμένα, στο δεξιό κέρας της κακοτράχαλης και πετρώδους διχάλας που σχηματίζουν οι απαρχές του ρέμματος Φειδάκια αναπτύσσονται τα σημερινά χωριά, Χαλίκι (πρώην Ντερίκοβα), Δάφνη και Νεροσύρτης, ενώ στο αριστερό κέρας της διχάλας αναπτύσσονται τα χωριά Λαμπίρι, Στριγανιά (= «Στη Ριγανιά») και Σπαρτιάς. Όλα αυτά τα απολύτως ορεινά χωριά, μαζί με αυτά που αναπτύσσονταν νοτιότερα σε πιο παραγωγικό έδαφος, δηλαδή με τα χωριά Δρυμώνας (πρώην Μπερίκος), Αετόπετρα (πρώην Ζαμπατίνα) και Μάνδρα, αποτελούσαν τους  αρχαίους Συνοικισμούς μιας μεγάλης και σπουδαίας αρχαίας κώμης των Αιτωλών. Ο κύριος Οικισμός αυτής της αρχαίας κώμης με το νεκροταφείο του κατελάμβανε τον λόφο Καρδαρά ή Τσουγκρί ή Ξυλοκούρη (607 μ.) που υψώνεται 1,7 χλμ. ΝΔ. από την Αετόπετρα και 2,5 χλμ. ΝΝΔ. του Δρυμώνα. Πάνω στον λόφο αυτόν εντοπίστηκαν τα λείψανα οχυρωμένης φυσικά και τεχνητά αρχαίας ακρόπολης. Στην τεχνητή πλευρά της οχύρωσης σώζεται αρχαίο τείχος με πύλη. Στο εσωτερικό της ακρόπολης διακρίνονται λείψανα τοίχων κτηρίου. Έξω από την ακρόπολη θα εκτεινόταν το νεκροταφείο της κώμης, του οποίου καταστράφηκαν τρεις κιβωτιόσχημοι τάφοι από αρχαιοκάπηλους. Ο William Woodhouse, που επισκέφθηκε τη θέση, γράφει στα 1897, ότι στον ανατολικό πρόποδα του λόφου Καρδαρά υπάρχει πηγή και κοντά σ’ αυτήν «ελληνικό τείχος». Απέναντι από τον λόφο Καρδαρά, στη δυτική όχθη του ρέμματος Φειδάκια υψώνεται ο λόφος του Προφήτη Ηλία (651 μ.), όπου υπάρχει αρχαϊκό Ιερό με δύο αρχαίους ναούς του 6ου π.Χ. αιώνα. Πιθανότατα, μάλιστα, στον λόφο αυτόν του Προφήτη Ηλία να είχαμε και προϊστορικό Οικισμό της δεύτερης χιλιετίας, διότι ο Κ. Ρωμαίος απεκάλυψε ανασκαφικά τοίχους πιθανότατα από τις οικίες του προϊστορικού συνοικισμού. Το ιερό αυτό με τους δύο ναούς είναι σήμερα γνωστό ως «Ιερό παρά τον Ταξιάρχην της Αιτωλίας». Βέβαια, την κύρια κώμη πλαισίωναν και άλλοι αρχαίοι Οικισμοί: ένας ήταν στο σημερινό χωριό Μάνδρα, όπου στη θέση Σκοπιά υπήρχε οχύρωση ίσως ακρόπολης του οικισμού. Άλλη μια μικρή ακρόπολη/παρατηρητήριο υπάρχει σε απόκρημνο λόφο, ακριβώς εκεί που συμβάλλει ο παραπόταμος Φειδάκια στον Εύηνο, ακρόπολη γνωστή με το όνομα «Παλιόκαστρο», κοντά στο χωριό Διασελάκι. Ένα άλλο καστράκι είναι το «Παλιόκαστρο της Στριγανιάς». Αλλά και στο ανατολικό κέρας του ρέμματος Φειδάκια, όπου το χωριό Χαλίκι (Δερίκοβον), είχαμε και εκεί έναν κτηνοτροφικό αρχαίο Οικισμό απλωμένον ανάμεσα στα χωριά Χαλίκι (στα 960 μ.) και Νεροσύρτης (στα 950 μ.). Συγκεκριμένα, σε περιοχή ανάμεσα στα δύο ρεμματάκια, το Ντερικοβίτικο και το Νεροσυρτιάνικο, ο λαογράφος Δημ. Λουκόπουλος παρατήρησε «σκόρπια εδώ κι εκεί πολλά παλιοκεράμιδα της αρχαίας εποχής και κομμάτια από αγγεία». (Νεραντζής Ι., Η Χώρα των Αιτωλών, διδακτορική διατριβή, 2001 [2003]).
    Και βέβαια, είναι άλλο το να ζεις, κι άλλο το να έρχεσαι σ’ έναν τόπο για να βιώσεις και εσύ, έστω και προσωρινά, έστω και με ψευδαισθήσεις, το πώς ζούσαν, πώς βιοπόρευαν, πώς κυλούσε η ζωή τους τούτων των ορεσείβιων δίπλα στα νερά των πηγών που κυλούσαν και γέμιζαν τις χαράδρες, που αντιβούϊζαν σ’αυτά εδώ τα θερινά λειβαδοτόπια όπου έτρεχαν πέρα δώθε και πάνω κάτω τα κατσίκια και τα γιδοπρόβατα αενάως, από τότε που οι Βαλκάνιοι τα ανέβαιναν με τα κοπάδια τους και το βιός τους φορτωμένο στα μουλάρια ή ζαλιγκωμένο στη ζαλίγκα τής βοσκοπούλας μάνας και κόρης. (Γεώργιος Αθαν. Σαρρής, Από τα χειμαδιά στα βουνά – ‘‘Οι Αμπλιανίτες ποιμένες, Πάτρα 2011).
    Αυτή είναι η διαφορά με το σήμερα, αγαπητοί μου Χαλικιώτες και Χαλικιώτισσες, αγαπητοί μου Δερεκοβίτες και Δερικοβίτισσες: Δεν ακούμε πλέον, σήμερα, τους τσοπάνηδες, τα κοπάδια, τον αχό των κουδουνιών, τα φλογερολαλήματα, τα αγριοζούλαπα, τα λογής-λογής πουλιά, τα βελάσματα των κοπαδιών και τα αλιχτίματα των τσοπανόσκυλων. Δεν βλέπεις, πλέον, τον τσοπάνη, άξαφνα να στρογγυλοκάθεται απανωτά σε κανά λιθάρι και ν’ αρχίζει να παίζει τη φλογέρα του τραγούδια και μελωδίες που υμνούν την τσοπάνικη ζωή και βαλσαμώνουν τον καημό του, μελωδίες όπως αυτή που μόλις ακούσαμε και τραγούδια όπως αυτό που θα σας απαγγείλω:
       
«Τώρα είναι Απρίλης και χαρά, τώρα είναι το Καλοκαίρι. /
         Το λεν’ τ’ αηδόνια στα κλαριά κι οι πέρδικες στα πλάγια, /
         το λεν’ οι κούκοι στα ψηλά, ψηλά στα καταράχια. /
         Πάν’ τα κοπάδια στα βουνά, να ξεκαλοκαιριάσουν, /
         πάν’ και κοντά οι τσοπάνηδες βαρώντας τη φλογέρα, /
         να τα τυροκομήσουνε και τη νομή να βγάλουν, /
         και να γιορτάσουν τ’ Άη Γιωργιού, να ρίξουν στο σημάδι, /
         να πιούν νερό απ’ τα βουνά να πάρουν τον αέρα /. »

  Δεν ακούς πλέον να αχάει όλος ο τόπος από τα κυπριά και τα κουδούνια που φέρνουν στο λαιμό τους μερικά ζωντανά, οι «μπροστάρηδες» όπως θέλει ο τσοπάνος να τα λέει στη γλώσσα του. Σωστά κινητά συννεφάκια τα κατάλευκα κοπάδια, σκόρπια εδώ κι εκεί, μπροστά σου κι ανάγυρα, σου δίνουν την εντύπωση ενός ολάκερου ποιμενικού βασιλείου με αφέντη τον πολύπραγο τσέλιγκα κι αρχόντισσα την πιο καλή και φρόνιμη βλαχοπούλα.
   Είναι άλλο να σας περιγράφω τώρα εγώ τη βλαχοζωή στα βουνά, κι άλλο μια βραδυά στη βλάχικη στάνη: ανάβουν φωτιές για συντροφιά, αρμέγουν τα γαλάρια τους, βράζουν το φρεσκόγαλο και τρώνε ολόγυρα στη φωτιά. Παράπλευρα τα ζωντανά τους γρεκιασμένα αναχαράζουν κατάκοπα την τροφή τους. Εκεί, τέτοιες βραδυές θ’ ακούσεις ένα σωρό ιστορίες γύρω από την τσοπάνικη ζωή, να λένε πολύξεροι τσοπάνηδες στους άλλους τους ανήξερους στους πιο νέους και στα βλαχοπαίδια. Ορμηνεύουν τη γενιά που θα παραδώσουν το ζωντανό και άψυχο βιός.
   Είναι άλλη γιορτή η σημερινή τούτου του «ανταμώματος», κι άλλη γεύση και χαρακτήρα είχαν οι γιορτές στα τοτινά ορεινά χωριά και πιο πολύ ακόμα στα κονάκια των τσελιγκάδων, στις στάνες και στα τσελιγκάτα. Εδώ, διατηρούνται πιο αγνά τα ήθη και τα έθιμα, και εδώ οι τσοπαναραίοι ζούσαν πιο κοντά στην Παράδοση και στη Φύση.
   Εμείς ήρθαμε σήμερα εδώ για να αισθανθούμε πώς είναι η ζωή στη Φύση, στο Φυσικό Περιβάλλον. Οι γεννήτορές μας ζούσαν στη Φύση.
   Ειδικά για όσους από εμάς, είχαμε την ευτυχία ή την ατυχία να ζήσουμε και να γνωρίσουμε και τους δύο τρόπους ζωής, εμείς δηλαδή που είμαστε και παιδιά της «ύπαιθρης» χώρας και παιδιά «των τεσσάρων τοίχων του διαμερίσματος» μιας πολύβουης πολυκατοικίας της Αθηναϊκής ζούγκλας, ζούμε πράγματι τη διάσταση αυτής της τραγικής μεταβολής: το πέρασμα από τη ζωή στη Φύση στην «παρά φύση» ζωή της τσιμεντούπολης, των «φαστφουντάδηκων», των «σκυλάδικων», των «σκυλοτράγουδων» και των «κουνηστών ξενυχτάδικων».
   Είναι άλλης λογής το τραπέζι που στρώσαμε όλοι εμείς σήμερα εδώ, κι άλλο το τραπέζι που έστρωναν οι πιο όμορφες βλαχοπούλες: βάζουν λογής-λογής φαγητά μπόλικα και περισσά με το κατάγλυκο κρασί στη μέση. Απ’ όλα, την καλύτερη θέση την έχει το ψητό και η καλόφτιαχτη τυρόπιτα της πιο έμπειρης και νοικοκυρεμένης βόσκισσας. Στο τραπέζι στρογγυλοκάθεται πρώτος, με την ευχή στα χείλια, ο γεροτσέλιγκας κι ύστερα ακολουθούν αραδιαστά κι ολόγυρα όλοι οι άλλοι τσοπάνηδες και μπιστικοί, βλαχοπούλες και βλαχόπουλα.
   Εδώ η ζωή σέρνεται μέσα στα λογγάρια απλή και όμορφη, φυσική στους τρόπους της και ζηλευτή στο διάβα της.
   Ποιός από μας σεμνύνεται ότι όχι μόνον ξέρει τι είναι «κούρος», αλλά και ο ίδιος έλαβε μέρος στο κούρεμα των γιδοπροβατιών;
   Αν δεν ξέρεις τι θα ειπεί η λέξη «νυχτοσκάρος», έλα μαζί μου να νυχτοσεργιανίσουμε και να νυχτοπερπατήσουμε στα βουνά της Ρούμελης που πήζουν από γιδοπρόβατα και τσοπαναραίους. Να σου ειπώ για το νυχτόσκαρο ή το νυχτοσκάρισμα που γίνεται πάνω σε τούτα δω τα περήφανα βουνά που στέκουν μακρυ από την πολυτάραχη ζωή της πολιτείας. Να σου ειπώ για τη συντροφιά της σκοτεινομάτας νύχτας, για τη βλάχικη συναυλία, για την καλλίφωνη κι ανεύρετη τούτη κοπαδίσια μουσική που συναντάει κανείς μονάχα τις καλοκαιριάτικες νύχτες στους βουνόκορφους και στα βουναξάρια: Νυχτοσκάρος είναι η νυχτερινή βοσκή του κοπαδιού. Μόλις δέσει το σκοτάδι παντού, τα γιδοπρόβατα σηκώνονται κι αρχίζουν τη βοσκή μ’ όρεξη μέσα στη σιγαλονυχτιά.
    Αλήθεια, πόσοι πλέον μπορούμε να ζήσουμε στα κατοικιά των τσοπάνηδων; Πόσοι ξέρουμε, με λίγο συναρμολόγημα και συνταίριασμα, όλα αυτά τα απομεινάρια του χρόνου να τα δούμε να ξαναγίνονται καινούργια, όπως πρώτα που φιλοξενούσαν στον ελάτινο και πλεχτόκλαδο κόρφο τους τον βουνίσιο πραματολόο και κάθε περαστικό στρατοκόπο; Πόσοι από εμάς ήμασταν τυχεροί κι ακούγαμε εκεί στις στρούγκες τούς τσοπάνηδες, καθώς αρμέγουν, να λέγουν, πολλά για τη ζωή τους, για τ’ άρμεγμα, να λένε για τα «ξηραμένα» δηλαδή για τα φίδια του βουνού, να λένε για φαντάσματα, να λένε για τα «ξωθιοπεράσματα»;
    Και η βλάχα;  Ποιά τα έργα της;  Μας το λέει ο λαογράφος Βασίλης Λαμνάτος, (Η βλαχοζωή στα βουνά και στους κάμπους, εκδ. ‘‘Δωδώνη’’, Αθήνα 2005), σε ένα από τα δικά του ποιήματα:
          
«… Η βλάχα πήζει το τυρί, τυροκομάει η βλάχα \
                  και συγυρίζει το πλεχτό κι ελάτινο καλύβι.»

   Καιρός τώρα, αφού έπαιξα με την υπομονή σας, να σας ξεδιψάσω στην κρυόβρυση και στην παρεκεί αρμαθιά από κουρύτια ή κουρύτες, δηλαδή στα ξύλινα καλοπελεκημένα και βαθουλωμένα κλωνάρια όπου ξεδιψάνε τα γιδοπρόβατα και τα ζωντανά. Και τούτο, για να μας κάνει αυτό το «νερό της λήθης» ν’ απολησμονήσουμε πως δεν ζούμε πλέον την ίδια ζωή με τη βλαχοζωή στα βουνά, κι ας είμαστε όλοι εμείς εδώ σήμερα τα δισέγγονα και τα τρισέγγονα αυτών των βασιλιάδων των βουνών μας, αυτών των αγνών και γνήσιων ψυχών που ζούσαν μια ζωή αληθινή, όμορφη, μια ζωή που γλίστρησε μέσα στο χρονοπέρασμα, εδώ και κάμποσα χρόνια πίσω.
     Ας παραμείνει τουλάχιστον αυτή η ζωή των προπατόρων μας ολοζώντανη στη δική μας σκέψη, ποθητή στην καρδιά, νοσταλγική και ψυχογύρευτη._
 Καλώς ανταμώσαμε.
  Καλώς ν’ ανταμώσουμε και του χρόνου πάλι.                                     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου