Η εθνική επιχείρηση εξελληνισμού των τοπωνυμίων του Δ. Λιθοξόου.
Κάποιος που θα ανοίξει ένα χάρτη της Ελλάδας κλίμακας 1: 500.000, εκτός από τα ονόματα των οικισμών (χωριών και πόλεων), θα διαβάσει τα ονόματα βουνών, ποταμών, λιμνών, θαλασσών, νησιών, κόλπων και ακρωτηρίων. Αυτά είναι τα πιο γνωστά, τα “μεγάλα” τοπωνύμια.
Αν πάρει στα χέρια του ένα χάρτη 1: 50.000, θα μπορέσει επίσης να δει, τα ονόματα που έχουν οι βρύσες, τα ρέματα, οι βουνοκορφές, οι ράχες, οι λάκκες, οι κάμποι, οι λόγγοι, τα κάστρα, τα μοναστήρια, τα ξωκλήσια, οι όρμοι και οι παραλίες. Όλα αυτά θεωρούνται μικροτοπωνύμια.
Τέλος, αν ξεφυλλίσει ένα βιβλίο συλλογής μικροτοπωνυμίων μιας περιοχής, θα βρει επιπλέον ονόματα για χώματα, αμμούδες, πέτρες, βράχια, μάρμαρα, γκρεμούς, λαγκάδια, διάσελα, γούβες, πλεύρες, στενά, σπηλιές, βάλτους, καταβόθρες, φωλιές, τρύπες, λιβάδια, δέντρα, αμπέλια, χωράφια, καλύβια, αχούρια, μαντριά, αλώνια, περιβόλια, αυλάκια, κανάλια, γεφύρια, στέρνες, πηγάδια, λουτρά, πύργους, βίγλες, καμίνια, μύλους, χάνια, μνήματα, χαλάσματα, ρούγες, στράτες, διβάρια και άλλα πολλά.
Εάν υπολογίσουμε ότι σε κάθε έναν από τους 13.180 οικισμούς της χώρας (απογραφή 2001), αναλογούν από 50 έως 100 μικροτοπωνύμια, γίνεται φανερό ότι ο τοπωνυμικός θησαυρός της Ελλάδας, αριθμεί περίπου ένα εκατομμύριο λέξεις. Πρόκειται βέβαια για έναν καλά κρυμμένο θησαυρό, που όπως θα εξηγήσουμε στη συνέχεια, το ελληνικό κράτος δεν επιθυμεί την ανακάλυψή του.
Στα τοπωνύμια ενός τόπου, υπάρχει μια χρονική διαστρωμάτωση. Άλλα δηλαδή τοπωνύμια είναι παλιά και άλλα νέα. Ορισμένα από αυτά έχουν λάβει το όνομά τους, από ανθρώπους που είναι ακόμα ζωντανοί και άλλα έχουν δοθεί από γενιές που έζησαν πριν από δεκάδες ή και εκατοντάδες χρόνια.
Η σημασία ενός τοπωνυμίου, την εποχή της ονοματοδοσίας, είναι απολύτως κατανοητή, καθώς το τοπωνύμιο παίρνει το όνομα από την ομιλούμενη γλώσσα των κατοίκων της περιοχής που βρίσκεται. Εάν η λέξη – όνομα δεν είναι ιδιωματική ή διαλεκτική, αλλά ανήκει στην ευρύτερη γλωσσική οικογένεια, τότε είναι κατανοητή και από το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της χώρας.
Με το πέρασμα του χρόνου, το τοπωνύμιο αυτό μεταφέρεται από γενιά σε γενιά. Όσο το όνομα του τοπωνυμίου αποτελεί και λέξη (ή λέξεις) του καθημερινού λεξιλογίου, της ζωντανής γλώσσας, οι υπάρχουσες γενιές κατανοούν και τη σημασία του. Από ένα σημείο και μετά όμως, το τοπωνύμιο μπορεί να χρησιμοποιείται, δίχως αυτοί που το αναφέρουν να καταλαβαίνουν πια τι εννοεί. Γίνεται έτσι ένα “παράξενο” όνομα, μια άγνωστη λέξη, που όμως οι άνθρωποι εξακολουθούν να χρησιμοποιούν, συχνά με φωνητική αλλοίωση, για να δηλώσουν τον ίδιο τόπο που δήλωναν και οι πρόγονοί τους.
Συμβαίνει επίσης συχνά, η σημασία ενός παλαιού τοπωνυμίου, να γίνεται αντιληπτή από τους ντόπιους ή τους κοντοχωριανούς, καθώς είναι όνομα – λέξη ενός ιδιωματικού λεξιλογίου, αλλά να είναι άγνωστη στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της χώρας, που χρησιμοποιεί την επίσημη κοινή γλώσσα.
Αντλώντας παραδείγματα από το τοπωνυμικό υλικό της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου [Georgacas – McDonald 1968, σ. 114, 116, 126, 128, 163, 200, 238], βλέπουμε ότι οι κάτοικοι δέκα χωριών της περιοχής ονομάζουν “Οβορό”, δέκα αντίστοιχες τοποθεσίες, κατανοώντας και την, άγνωστη για τους περισσότερους Έλληνες, σημασία της λέξης, που είναι ο στάβλος, η στάνη, το μαντρί.
Όμως το τοπωνύμιο “Ποτόκι”, που συναντάτε σαν όνομα ρεμάτων, σε εννέα χωριά της ίδιας περιοχής, είναι τόσο για τους ντόπιους, όσο και για όλους τους Έλληνες μια άγνωστη λέξη.
Στη μία περίπτωση, το τοπωνύμιο “Οβορός”, είναι η λέξη “Obor” των νότιων σλαβικών γλωσσών, που σημαίνει το στάβλο, στην άλλη δε, το τοπωνύμιο “Ποτόκι” είναι η λέξη “Potok”, κοινή σε όλες τις σλαβικές γλώσσες, που σημαίνει το ρέμα, το χείμαρρο.
Μελετώντας το τοπωνυμικό αυτής της περιοχής, θα δούμε ότι χρησιμοποιούνται και άλλες σλαβικές λέξεις ως τοπωνύμια, όπως η “Γλίνα / Glina” (8 φορές) για τα αργιλώδη εδάφη, ο “Βιρός / Vir” (10 φορές) για τα βαθιά μέρη του ποταμού, η “Κορίτα / Korito” (24 φορές) για τις ποτίστρες των ζώων, η “Μουτσ(ι)άρα / Močur ή Močvara” (14 φορές) για τα στάσιμα ύδατα, η “Γρανίτσα / Granica” (15 φορές) για το όριο, το σύνορο.
Αν προχωρήσουμε την έρευνα για κάθε τοπωνύμιο χωριστά, θα δούμε για παράδειγμα, ότι με το όνομα “Γρανίτσα” υπάρχουν δύο οικισμοί στην Ελλάδα (στους νομούς Ευρυτανίας και Ιωαννίνων) και τέσσερα μετονομασμένα χωριά: Ανθόφυτον Αιτωλοακαρνανίας, Διακόπιον Φωκίδος, Λαφύστιον Βοιωτίας και Νυμφασία Αρκαδίας. Ψάχνοντας δε σε ένα γεωγραφικό λεξικό της Ευρώπης, θα βρούμε με το όνομα “Granica ή Granitsa”, τρία τοπωνύμια στη Βοσνία, ένα στη Βουλγαρία, ένα στην Κροατία, δέκα στην Πολωνία, ένα στη Ρωσία, ένα στην Ουκρανία και δεκαεπτά στη Γιουγκοσλαβία. Παρόμοιες αντιστοιχίες θα βρίσκαμε και για τα άλλα σλαβικά τοπωνύμια.
Το γεγονός αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η σλαβική γλώσσα, ήταν κάποτε γλώσσα μεγάλου τμήματος του πληθυσμού της εξεταζόμενης περιοχής, αλλά και άλλων περιοχών της χώρας.
Στο ίδιο συμπέρασμα, έφτασε και ο Φαλμεράυερ, έχοντας μάλιστα στη διάθεσή του, κυρίως ονόματα οικισμών και όχι κάποιο πλουσιότερο υλικό μικροτοπωνυμίων, όταν έγραφε πως όταν “βρίσκει κανείς δίπλα στα ερείπια της Μαντινείας, του Αιγίου, της Ωλένου, των Αμυκλών, της Μεσσήνης και της Μεγαλόπολης τόπους και ποταμάκια που ονομάζονται Γκοριτσά, Βοστίτζα, Καμίνιτσα, Πίρνατσα, Χλουμούτσι, Σλάβιτζα, Βελιγοστή και Αράχοβα, τότε δεν είναι αναγκαία μια σε βάθος εξέταση για να διακρίνει κανείς ότι τέτοια ονόματα δεν μπορεί να βρίσκονται σε μια χώρα που έχει παραμείνει αρχαιοελληνική, αλλά μάλλον στη Σερβία, στη Βουλγαρία, τη Γαλικία, τη Βοημία, την Κράινα, την Πομερανία και τη Ρωσία και, συνεπώς, ότι αυτά έχουν την προέλευσή τους όχι από Έλληνες, αλλά από ανθρώπους που μιλούσαν σλάβικα” [Φαλμεράυερ 2002, σ 207].
Έτσι όμως ο Φαλμεράυερ, συνέδεσε το ζήτημα των σλαβικών τοπωνυμίων της Ελλάδας, με το ζήτημα της καταγωγής των Ελλήνων και τον ελληνικό εθνικό μύθο, με αναπόφευκτη συνέπεια, εκτός από αυτόν και τα μεσαιωνικά βυζαντινά έργα που στήριζαν την άποψη του, να μπουν στο στόχαστρο του ελληνικού εθνικισμού και τα τοπωνύμια της χώρας.
Κι αν μεν τον Φαλμεράυερ τον έβριζαν, τους βυζαντινούς συγγραφείς τους χαρακτήριζαν αναξιόπιστους, με τα τοπωνύμια της χώρας, που σύμφωνα με την κλασσική έκφραση του Μηλιαράκη, ήταν ανάγλυφες επιγραφές στο έδαφος, τι θα έκαναν; Η απάντηση που δόθηκε από το ελληνικό κράτος, σε αυτή την ερώτηση, ήταν: οργανωμένη εθνική επιχείρηση για τον εξελληνισμό τους.
Η επιχείρηση εξελληνισμού, δεν αφορούσε βέβαια μόνο τα σλάβικα τοπωνύμια, γιατί στη χώρα υπήρχαν ακόμη, χιλιάδες τούρκικα, αρβανίτικα, βλάχικα, βενετσιάνικα λατινικά ή και άλλα αρχαιότερα (υπολείμματα ενός προελληνικού, βαλκανικού υποστρώματος).
Του λόγου το αληθές, επιβεβαιώνει μια πρόσφατη διδακτορική διατριβή, για το τοπωνυμικό της περιοχής του Ζαγορίου, ο συγγραφέας της οποίας, επί συνόλου 3.504 μικροτοπωνυμίων που ανήκουν σε 42 χωριά (35 ελληνόφωνα και 7 βλαχόφωνα), βρήκε αμιγώς ελληνικά, περίπου μόνο τα μισά μικροτοπωνύμια (1800 ή 51,4 %). Από τα υπόλοιπα, τα 505 ή 14,4 % είναι βλάχικα (αρομούνικα), τα 444 ή 12,7 % σλάβικα, τα 235 ή 6,7 % αλβανικά και τα 190 ή 5,4 % τούρκικα [Οικονόμου 1991, σ. 754].
Η διοίκηση του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, εκδήλωσε από την αρχή της συγκρότησής της, την αρχαιολατρία της, όταν στους πρώτους νόμους για τη διοικητική διαίρεση της χώρας, άρχισε να δανείζεται ονόματα από την ελληνική αρχαιότητα για να ονομάσει τις περιφέρειες, τους νομούς, τις επαρχίες, τους δήμους και τους οικισμούς, παραβλέποντας τις παλιές ιστορικές ονομασίες. Πολύ γρήγορα το όνομα Μοριάς αντικαταστάθηκε από την Πελοπόννησο, η Ρούμελη από τη Στερεά, ο Έγριπος από την Εύβοια.
Στο πρώτο διάταγμα της 3ης Απριλίου 1833 “Περί της διαιρέσεως του βασιλείου και της διοικήσεώς του” [Χουλιαράκης 1973, σ. 97 – 99], αντί για Καρλέλι, Ζυγό, Βλοχό, Βενέτικο, Βλαχοχώρια, Δερβενοχώρια, Κράβαρα, Απόκουρο, Λεπάντο, Βοδονίτσα, Νεγκρεπόντε, βρίσκουμε στη Ρούμελη: Αιτωλία, Ακαρνανία, Φωκίδα, Λοκρίδα, Βοιωτία, Αττική και Εύβοια.
Στο Μοριά, εξαφανίζονται οι περιοχές Ιμπλάκικα, Κάτω Ναχαγιέ, Νεζερά, Χάσια, Λιβάρτζι, Κατσάνες, Κοντοβούνια, Λιοδώρα, Πέρα Μεριά, Σαμπάζικα, Λάκκοι, Κάμποι, Σαμπάζικα, Κουνουποχώρια, Ολυμποχώρια, Βρουστοχώρια, Οπισινά Χωριά, Βαρδουνοχώρια, Τρίγωνα, Κολοκύθια, Λάγια, Μαλέβρι, Φωκάς, Ζυγός [Σακελαρίου, 1978, σ. 99 – 113]. Στη θέση τους εμφανίζονται τα ονόματα Αχαΐα, Μεσσηνία, Αρκαδία, Λακωνία, Τριφυλία, Μεγαλόπολη, Μαντινεία, Γορτυνία, Κυνουρία, Λακεδαίμονα και άλλα.
Με αλλαγμένα ονόματα βρίσκουμε τα νησιά: Κούλουρη (Σαλαμίνα), Θερμιά (Κύθνος), Τζια (Κέα), Αρζαντιέρα (Κίμωλος), Πολύκαντρος (Φολέγανδρος), Σαντορίνη (Θήρα), Ναφιό (Ανάφη), Αξιά (Νάξος).
Έχουμε επίσης και τις πρώτες μετονομασίες οικισμών: Σπέτσες Τιπάρηνος), Βοστίτσα (Αίγιον), Καλάβρυτα (Κίναιθα), Πύργος (Πύλος Τριφυλιακή), Φανάρι (Παρρασία), Αρκαδιά (Κυπαρισσία), Νεόκαστρο (Πύλος), Καλαμάτα (Καλάμαι), Τριπολιτσά (Τρίπολις), Καρύταινα (Γόρτυνα), Πραστός (Πρασιαί), Μιστράς (Σπάρτη), Μονεμβασία (Επίδαυρος Λιμηρά), Μαραθονήσι (Γύθειον), Βάτουλο (Οίτυλος), Δραγαμέστο (Αστακός), Βραχώρι (Αγρίνιον), Καρπενήσι (Καλλιδρόμη), Ζητούνι (Λαμία), Ταλάντι (Αταλάντη) και Σάλωνα (Άμφισσα).
Η μετονομασία των τοπωνυμίων, πριν γίνει επίσημη πολιτική του ελληνικού κράτους, συνεχίζει με μικρά βήματα. Κάποια κεφαλοχώρια αλλάζουν όνομα από απογραφή σε απογραφή: Κούντουρα (Μάνδρα), Τσίμοβα (Αρειόπολις), Καστρί (Ερμιόνη), Κουρσαλάς (Κορωπί), Καστρί (Δελφοί), Καρβασαράς (Αμφιλοχία).
Στους χάρτες αλλάζουν τα ονόματα των ποταμών: Αλαμάνα (Σπερχειός), Άρτα (Άραχθος), Ασπροπόταμος (Αχελώος), Βαλανάς (Ερασίνος), Βασιλοπόταμος (Ευρώτας), Βίστριτσα (Αλιάκμων), Βούλγαρης (Τιταρήσιος), Βουριένης (Ασωπός), Γαστούνης (Πηνειός), Ζελεχοβίτικος (Λάδων), Καστανάς (Αροάνιος), Λεστινίτσα (Ενιπεύς), Λυκόρμας (Εύηνος), Μαυρονέρι (Κράθις), Μέγδοβας (Ταυρωπός), Μπούζης (Νέδων), Πάνιτσα (Ίναχος), Πιρνάτσα (Πάμισος), Ρουφιάς (Αλφειός), Φίδαρης (Ευήνος).
Αλλάζουν επίσης τα ονόματα των βουνών: Βελούχι (Τυμφρηστός), Βοδιάς (Παναχαϊκό), Βουλκάνο (Ιθώμη), Ελατιάς (Κιθαιρών), Ζίρια (Κυλλήνη), Λιάκουρα (Παρνασσός), Μαλεβό (Πάρνων), Ντουρντουβάνα (Πεντέλεια), Οζιά (Πάρνηθα), Ολύτσικας (Τόμαρος), Παλαιοβούνα (Ελικών), Πενταδάκτυλος (Ταΰγετος), Σκίπεζα (Σκίαθις), Τετράζι (Λύκαιον), Χελμός (Αροάνια) [Βάλδκαμπφ 1901, σ 19 – 40, 70 – 94].
Το 1855 δημοσιεύεται το πρώτο βασιλικό διάταγμα, που αφορά αποκλειστικά τη μετονομασία ενός οικισμού. Διαβάζουμε στο φύλλο της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως αρ. 38, της 22ας Σεπτεμβρίου: “Ο οικισμός Γαϊδουροχώρι του δήμου Άριος (επαρχία Καλαμών), μετωνομάσθη Αριοχώρι”.
Μέχρι το 1909, μετονομάζονται άλλοι 23 οικισμοί. Και τότε γίνεται η μεγάλη τομή. Αποφασίζεται η οργανωμένη εθνική επιχείρηση για τον εξελληνισμό των ονομάτων των οικισμών, με το διάταγμα “περί συστάσεως επιτροπείας προς μελέτην των τοπωνυμίων της Ελλάδος και εξακρίβωσιν του ιστορικού λόγου αυτών” [Χουλιαράκης 1973, σ. 208].
Στην εισηγητική έκθεση του υπουργού Εσωτερικών Ν. Λεβίδη, εξηγούνται οι λόγοι που επέβαλαν την απόφαση του εξελληνισμού: “Τα βάρβαρα ονόματα και τα κακόφωνα ελληνικά λυπούσι μεν το γλωσσικόν αίσθημα, έχουσι δε και επιβλαβή μορφωτικήν επήρειαν εις τους κατοικούντας, συστέλλοντά πως και ταπεινούντα το φρόνιμα αυτών, αλλά και παρέχουσι ψευδή υπόνοιαν της εθνικής συστάσεως του πληθυσμού των χωρίων εκείνων, ων τα ξενικά ονόματα ηδύνατο να εκληφθώσιν ως μαρτυρούντα και ξενικήν καταγωγήν”.
Τα πρώτα διορισμένα μέλη της επιτροπής είναι γνωστοί έλληνες λόγιοι. Πρόεδρος αναλαμβάνει ο πατέρας της ελληνικής λαογραφίας Νικόλαος Πολίτης και μέλη άνδρες που ήταν (ή θα γίνουν) καθηγητές πανεπιστημίου και ακαδημαϊκοί: οι ιστορικοί Σπυρίδων Λάμπρος, Σωκράτης Κουγέας, Νικόλαος Βέης, Κωνσταντίνος Άμαντος και Δημήτρης Καμπούρογλους, οι αρχαιολόγοι Παναγιώτης Καββαδίας, Γεώργιος Σωτηριάδης και Χρήστος Τσούντας και ο γλωσσολόγος Γεώργιος Χατζιδάκης [Λιθοξόου 1991, σ. 63]. Ό,τι δηλαδή θα αποκαλούσαμε, βαρύ πυροβολικό του ελληνικού εθνικισμού.
Στην αρχή η επιτροπή φαίνεται πως αναλώθηκε σε συζητήσεις, γιατί μεταξύ 1910 και 1914, έχουμε μόνο εννέα μετονομασίες. Το 1915, με 61 μετονομασίες θεωρείται καλή χρονιά. Μεταξύ 1916 και 1919 σημειώνονται άλλες 65 μετονομασίες. Η χαμηλή παραγωγικότητα της επιτροπής, ωθεί την κυβέρνηση να υποχρεώσει την επιτροπή, να προχωρήσει σε αναγκαστική συνεργασία με τους δασκάλους όλης της χώρας, προκειμένου να προχωρήσει ο εξελληνισμός. Η επιτάχυνση των διαδικασιών επιβάλλεται, λόγω και της ενσωμάτωσης των νέων επαρχιών, με τα χιλιάδες νέα “βάρβαρα” τοπωνύμια. Στις 10 Οκτωβρίου 1919, η επιτροπή, με εγκύκλιο επιστολή, ανακοινώνει στους εκπαιδευτικούς τη νέα απόφαση:
“Η επί των τοπωνυμιών της Ελλάδος Επιτροπεία, της οποίας έργον κυριώτατον είναι η εκβολή όλων των τουρκοφώνων ονομάτων των συνοικισμών και κοινοτήτων, τα οποία μολύνουσι και ασχημίζουσι την όψιν της ωραίας ημών πατρίδος, παρέχουσι δε και αφορμήν εις δυσμενή δια το ελληνικό έθνος εθνολογικά συμπεράσματα, τα οποία οι αντίπαλοι λαοί μεταχειρίζονται εναντίον ημών, απεφάσισε κατ’ εντολήν του Υπουργείου των Εσωτερικών όπως εντείνει τας προσπαθείας της δια την αντικατάστασιν των ξενοφώνων ονομάτων δι’ ελληνοφώνων. Αλλ’ η εκλογή του νέου ονόματος δεν είναι καθόλου εύκολος. Απαιτείται γνώσις ακριβής του τόπου, την οποίαν, τα μέλη της Επιτροπείας, ζώντα εν Αθήναις δεν έχουσι. Δια τούτο η Επιτροπεία απεφάσισε να αποταθή εις τους κατά τόπους κυριωτάτους αντιπροσώπους του πνευματικού βίου της Ελλάδος, τους δημοδιδασκάλους” [Χουλιαράκης 1973, σ. 209].
Το νέο σχήμα της εθνικής επιχείρησης μετονομασιών, υπήρξε στην αρχή συγκρατημένο, λόγω της διεθνούς συγκυρίας, της συζήτησης περί μειονοτικών δικαιωμάτων και τις ανταλλαγές των πληθυσμών. Μεταξύ 1920 και 1925, ανακοινώνονται μόνο 61 νέες μετονομασίες. Οι αλλαγή των ονομάτων 500 περίπου οικισμών της Θράκης, περνάει “λάθρα”, μέσα από την απογραφή του 1920 [Λεξικόν 1923].
Μόλις ωστόσο το τοπίο ξεκαθαρίζει, το ελληνικό κράτος διατάζει την επιτροπή να αλλάξει το χάρτη της χώρας με συνοπτικές διαδικασίες. Με το διάταγμα της 17ης Σεπτεμβρίου 1926, επιτρέπεται “ίνα μεταβληθώσι ξενόφωνα ή κακόηχα ονόματα συνοικισμών, πόλεων ή κωμών”. Σε κάθε νομαρχία, συγκροτείται υποεπιτροπή μετονομασιών υπό την προεδρία του νομάρχη. Εκτός των εκπαιδευτικών, συνιστάται η συμμετοχή σε αυτή “δημοσίων υπαλλήλων και εντοπίων προσώπων, δυναμένων να συντελέσωσιν εις τον επιδιωκόμενον σκοπόν”. Μετά τη μετονομασία, “απαγορεύεται απολύτως η χρήσις των παλαιών ονομάτων”. Η παράβαση της απαγόρευσης, “αποτελεί πταισματικήν παράβασιν τιμωρουμένην με πρόστιμον μέχρις 100 δραχμών, ή με κράτησιν μέχρι 10 ημερών” [Χουλιαράκης 1975, σ. 344 – 345].
Το διάταγμα αυτό δίνει το σύνθημα. Μέχρι το 1928, μετονομάζονται 2.500 περίπου οικισμοί !
Μετά οι ρυθμοί πέφτουν. Μεταξύ 1929 – 1952 ακολουθούν 354 μετονομασίες. Τη πενταετία 1953 – 1957 σημειώνονται 760 και ανάμεσα 1958 και 1971 άλλες 326. Έκτοτε οι μετονομασίες των οικισμών γίνονται σπάνιες, καθώς δεν έχουν απομείνει και πολλά ξενόφωνα ονόματα για αλλαγή. Ο σκοπός έχει επιτευχθεί, τα μισά περίπου ονόματα των οικισμών άλλαξαν, η Ελλάδα έγινε αγνώριστη.
Για την ποιότητα βέβαια της εργασίας αυτής, καλύτερα να μη γίνεται λόγος. Για παράδειγμα, το όνομα “Κρήνη” επιλέχθηκε για τη μετονομασία 10 οικισμών, η “Λεύκη” για 10, η “Χαραυγή” για 10, η “Κυψέλη” για 11, η “Εξοχή” για 11, η “Αγία Τριάς” για 12, η “Μεταμόρφωσις” για 12, ο “Πλάτανος” για 12, ο “Άγιος Γεώργιος” για 13, η “Αγία Παρασκευή” για 15, ο “Άγιος Νικόλαος” για 15, η “Πηγή” για 15, ο “Σταυρός” για 15, το “Κρυονέρι” για 17, η “Δάφνη” για 24 και η “Καλλιθέα” (μακράν όλων) για 44.
Εκτός όμως από τους οικισμούς, τα ονόματα των οποίων εξελληνίσθηκαν, “δυσμενή δια το ελληνικό έθνος εθνολογικά συμπεράσματα”, μπορούσαν να αντληθούν και από τα μικροτοπωνύμια. Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης δίνει την πληροφορία, πως η Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού, είχε ζητήσει προπολεμικά, τη βοήθεια της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, για τη μετονομασία των μικροτοπωνυμίων των επιτελικών χαρτών [Τριανταφυλλίδης 1938, σ. 257].
Η Γεωγραφική Υπηρεσία, εξελλήνισε πολλά ονόματα στους χάρτες κλίμακας 1: 100.000 και 1: 50.000, χωρίς να προβεί σε δημόσια ανακοίνωση. Κυκλοφόρησε μάλιστα εμπιστευτικά σήματα προς χρήση των αξιωματικών, που συνόδευαν τους νέους χάρτες και σημείωναν τα παλιά και τα νέα ονόματα, ώστε να είναι δυνατή η χρήση τους και να αποφευχθούν ολέθρια σφάλματα, σε περίπτωση πολεμικών επιχειρήσεων. Τα σήματα αυτά κυκλοφορούσαν πολυγραφημένα, στα γραφεία της υπηρεσίας πληροφοριών, στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Ο αριθμός των μετονομασμένων ανά φύλλο τοπωνυμίων, ποικίλει. Έτσι βρίσκουμε λόγου χάρη, 100 τοπωνύμια στο φύλλο 1620 IV / Μέτσοβον, 106 στο φύλλο 1622 I / Φλώρινα, 112 στο φύλλο 1721 I / Σιάτιστα και 139 στο φύλλο 2022 Ι / Σοχός.
Είναι προφανές ότι με αυτό τον τρόπο, η Γεωγραφική Υπηρεσία, επιτέλεσε ένα “εθνικό” έργο, προσφέροντας με τους νεώτερους χάρτες της, μια “πηγή” γλωσσικού υλικού, κατασκευασμένη από τους έλληνες στρατιωτικούς στο γραφείο.
Στην κατεύθυνση του εξελληνισμού των μικροτοπωνυμίων (θέσεων), κινήθηκε επίσης το υπουργείο Εσωτερικών από το 1962 και από την επαρχία Ξάνθης (ΦΕΚ 210 της 13/12) [Χουλιαράκης 1976, σ. 220]. Οι μαζικές μετονομασίες των μικροτοπωνυμίων, μέσω διαταγμάτων, αρχίζουν ωστόσο από το 1969 και συνεχίζονται τα επόμενα χρόνια. Παράλληλα το υπουργείο Εσωτερικών εγκρίνει κάθε τόσο και κάποια μετονομασία “βαρβαρόφωνου” οικισμού, όπως εκείνη των “Νέων Λιοσίων” σε “Ίλιον”, το Σεπτέμβριο του 1994.
Το τελευταίο παράδειγμα, χαρακτηρίζει και την ποιότητα της σκέψης των σύγχρονων νονών. Με το να μετονομάζει μια χώρα, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μια συνοικία της πρωτεύουσάς της, δίνοντάς της ένα αρχαιοπρεπές όνομα, για να ξορκίσει το γεγονός της εκεί ύπαρξης Αρβανιτών, Τσιγγάνων και ρωσοφώνων προσφύγων, το μόνο που επιτυγχάνει επί της ουσίας, είναι να αποκαλύπτει, εκτός από κεκτημένη ταχύτητα, ενός προπατορικού αμαρτήματος, τη σημερινή ιδεολογική ένδεια και ανασφάλεια των ταγών της.
Όπως και να έχει, ακόμα και αν η ιστορία (της τραγωδίας του εξελληνισμού του τοπωνυμικού της χώρας) επαναλαμβάνεται σαν κωμωδία πλέον, το τέλος αυτού του κεφαλαίου, δεν έχει ακόμα γραφτεί.
Αν πάρει στα χέρια του ένα χάρτη 1: 50.000, θα μπορέσει επίσης να δει, τα ονόματα που έχουν οι βρύσες, τα ρέματα, οι βουνοκορφές, οι ράχες, οι λάκκες, οι κάμποι, οι λόγγοι, τα κάστρα, τα μοναστήρια, τα ξωκλήσια, οι όρμοι και οι παραλίες. Όλα αυτά θεωρούνται μικροτοπωνύμια.
Τέλος, αν ξεφυλλίσει ένα βιβλίο συλλογής μικροτοπωνυμίων μιας περιοχής, θα βρει επιπλέον ονόματα για χώματα, αμμούδες, πέτρες, βράχια, μάρμαρα, γκρεμούς, λαγκάδια, διάσελα, γούβες, πλεύρες, στενά, σπηλιές, βάλτους, καταβόθρες, φωλιές, τρύπες, λιβάδια, δέντρα, αμπέλια, χωράφια, καλύβια, αχούρια, μαντριά, αλώνια, περιβόλια, αυλάκια, κανάλια, γεφύρια, στέρνες, πηγάδια, λουτρά, πύργους, βίγλες, καμίνια, μύλους, χάνια, μνήματα, χαλάσματα, ρούγες, στράτες, διβάρια και άλλα πολλά.
Εάν υπολογίσουμε ότι σε κάθε έναν από τους 13.180 οικισμούς της χώρας (απογραφή 2001), αναλογούν από 50 έως 100 μικροτοπωνύμια, γίνεται φανερό ότι ο τοπωνυμικός θησαυρός της Ελλάδας, αριθμεί περίπου ένα εκατομμύριο λέξεις. Πρόκειται βέβαια για έναν καλά κρυμμένο θησαυρό, που όπως θα εξηγήσουμε στη συνέχεια, το ελληνικό κράτος δεν επιθυμεί την ανακάλυψή του.
Στα τοπωνύμια ενός τόπου, υπάρχει μια χρονική διαστρωμάτωση. Άλλα δηλαδή τοπωνύμια είναι παλιά και άλλα νέα. Ορισμένα από αυτά έχουν λάβει το όνομά τους, από ανθρώπους που είναι ακόμα ζωντανοί και άλλα έχουν δοθεί από γενιές που έζησαν πριν από δεκάδες ή και εκατοντάδες χρόνια.
Η σημασία ενός τοπωνυμίου, την εποχή της ονοματοδοσίας, είναι απολύτως κατανοητή, καθώς το τοπωνύμιο παίρνει το όνομα από την ομιλούμενη γλώσσα των κατοίκων της περιοχής που βρίσκεται. Εάν η λέξη – όνομα δεν είναι ιδιωματική ή διαλεκτική, αλλά ανήκει στην ευρύτερη γλωσσική οικογένεια, τότε είναι κατανοητή και από το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της χώρας.
Με το πέρασμα του χρόνου, το τοπωνύμιο αυτό μεταφέρεται από γενιά σε γενιά. Όσο το όνομα του τοπωνυμίου αποτελεί και λέξη (ή λέξεις) του καθημερινού λεξιλογίου, της ζωντανής γλώσσας, οι υπάρχουσες γενιές κατανοούν και τη σημασία του. Από ένα σημείο και μετά όμως, το τοπωνύμιο μπορεί να χρησιμοποιείται, δίχως αυτοί που το αναφέρουν να καταλαβαίνουν πια τι εννοεί. Γίνεται έτσι ένα “παράξενο” όνομα, μια άγνωστη λέξη, που όμως οι άνθρωποι εξακολουθούν να χρησιμοποιούν, συχνά με φωνητική αλλοίωση, για να δηλώσουν τον ίδιο τόπο που δήλωναν και οι πρόγονοί τους.
Συμβαίνει επίσης συχνά, η σημασία ενός παλαιού τοπωνυμίου, να γίνεται αντιληπτή από τους ντόπιους ή τους κοντοχωριανούς, καθώς είναι όνομα – λέξη ενός ιδιωματικού λεξιλογίου, αλλά να είναι άγνωστη στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της χώρας, που χρησιμοποιεί την επίσημη κοινή γλώσσα.
Αντλώντας παραδείγματα από το τοπωνυμικό υλικό της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου [Georgacas – McDonald 1968, σ. 114, 116, 126, 128, 163, 200, 238], βλέπουμε ότι οι κάτοικοι δέκα χωριών της περιοχής ονομάζουν “Οβορό”, δέκα αντίστοιχες τοποθεσίες, κατανοώντας και την, άγνωστη για τους περισσότερους Έλληνες, σημασία της λέξης, που είναι ο στάβλος, η στάνη, το μαντρί.
Όμως το τοπωνύμιο “Ποτόκι”, που συναντάτε σαν όνομα ρεμάτων, σε εννέα χωριά της ίδιας περιοχής, είναι τόσο για τους ντόπιους, όσο και για όλους τους Έλληνες μια άγνωστη λέξη.
Στη μία περίπτωση, το τοπωνύμιο “Οβορός”, είναι η λέξη “Obor” των νότιων σλαβικών γλωσσών, που σημαίνει το στάβλο, στην άλλη δε, το τοπωνύμιο “Ποτόκι” είναι η λέξη “Potok”, κοινή σε όλες τις σλαβικές γλώσσες, που σημαίνει το ρέμα, το χείμαρρο.
Μελετώντας το τοπωνυμικό αυτής της περιοχής, θα δούμε ότι χρησιμοποιούνται και άλλες σλαβικές λέξεις ως τοπωνύμια, όπως η “Γλίνα / Glina” (8 φορές) για τα αργιλώδη εδάφη, ο “Βιρός / Vir” (10 φορές) για τα βαθιά μέρη του ποταμού, η “Κορίτα / Korito” (24 φορές) για τις ποτίστρες των ζώων, η “Μουτσ(ι)άρα / Močur ή Močvara” (14 φορές) για τα στάσιμα ύδατα, η “Γρανίτσα / Granica” (15 φορές) για το όριο, το σύνορο.
Αν προχωρήσουμε την έρευνα για κάθε τοπωνύμιο χωριστά, θα δούμε για παράδειγμα, ότι με το όνομα “Γρανίτσα” υπάρχουν δύο οικισμοί στην Ελλάδα (στους νομούς Ευρυτανίας και Ιωαννίνων) και τέσσερα μετονομασμένα χωριά: Ανθόφυτον Αιτωλοακαρνανίας, Διακόπιον Φωκίδος, Λαφύστιον Βοιωτίας και Νυμφασία Αρκαδίας. Ψάχνοντας δε σε ένα γεωγραφικό λεξικό της Ευρώπης, θα βρούμε με το όνομα “Granica ή Granitsa”, τρία τοπωνύμια στη Βοσνία, ένα στη Βουλγαρία, ένα στην Κροατία, δέκα στην Πολωνία, ένα στη Ρωσία, ένα στην Ουκρανία και δεκαεπτά στη Γιουγκοσλαβία. Παρόμοιες αντιστοιχίες θα βρίσκαμε και για τα άλλα σλαβικά τοπωνύμια.
Το γεγονός αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η σλαβική γλώσσα, ήταν κάποτε γλώσσα μεγάλου τμήματος του πληθυσμού της εξεταζόμενης περιοχής, αλλά και άλλων περιοχών της χώρας.
Στο ίδιο συμπέρασμα, έφτασε και ο Φαλμεράυερ, έχοντας μάλιστα στη διάθεσή του, κυρίως ονόματα οικισμών και όχι κάποιο πλουσιότερο υλικό μικροτοπωνυμίων, όταν έγραφε πως όταν “βρίσκει κανείς δίπλα στα ερείπια της Μαντινείας, του Αιγίου, της Ωλένου, των Αμυκλών, της Μεσσήνης και της Μεγαλόπολης τόπους και ποταμάκια που ονομάζονται Γκοριτσά, Βοστίτζα, Καμίνιτσα, Πίρνατσα, Χλουμούτσι, Σλάβιτζα, Βελιγοστή και Αράχοβα, τότε δεν είναι αναγκαία μια σε βάθος εξέταση για να διακρίνει κανείς ότι τέτοια ονόματα δεν μπορεί να βρίσκονται σε μια χώρα που έχει παραμείνει αρχαιοελληνική, αλλά μάλλον στη Σερβία, στη Βουλγαρία, τη Γαλικία, τη Βοημία, την Κράινα, την Πομερανία και τη Ρωσία και, συνεπώς, ότι αυτά έχουν την προέλευσή τους όχι από Έλληνες, αλλά από ανθρώπους που μιλούσαν σλάβικα” [Φαλμεράυερ 2002, σ 207].
Έτσι όμως ο Φαλμεράυερ, συνέδεσε το ζήτημα των σλαβικών τοπωνυμίων της Ελλάδας, με το ζήτημα της καταγωγής των Ελλήνων και τον ελληνικό εθνικό μύθο, με αναπόφευκτη συνέπεια, εκτός από αυτόν και τα μεσαιωνικά βυζαντινά έργα που στήριζαν την άποψη του, να μπουν στο στόχαστρο του ελληνικού εθνικισμού και τα τοπωνύμια της χώρας.
Κι αν μεν τον Φαλμεράυερ τον έβριζαν, τους βυζαντινούς συγγραφείς τους χαρακτήριζαν αναξιόπιστους, με τα τοπωνύμια της χώρας, που σύμφωνα με την κλασσική έκφραση του Μηλιαράκη, ήταν ανάγλυφες επιγραφές στο έδαφος, τι θα έκαναν; Η απάντηση που δόθηκε από το ελληνικό κράτος, σε αυτή την ερώτηση, ήταν: οργανωμένη εθνική επιχείρηση για τον εξελληνισμό τους.
Η επιχείρηση εξελληνισμού, δεν αφορούσε βέβαια μόνο τα σλάβικα τοπωνύμια, γιατί στη χώρα υπήρχαν ακόμη, χιλιάδες τούρκικα, αρβανίτικα, βλάχικα, βενετσιάνικα λατινικά ή και άλλα αρχαιότερα (υπολείμματα ενός προελληνικού, βαλκανικού υποστρώματος).
Του λόγου το αληθές, επιβεβαιώνει μια πρόσφατη διδακτορική διατριβή, για το τοπωνυμικό της περιοχής του Ζαγορίου, ο συγγραφέας της οποίας, επί συνόλου 3.504 μικροτοπωνυμίων που ανήκουν σε 42 χωριά (35 ελληνόφωνα και 7 βλαχόφωνα), βρήκε αμιγώς ελληνικά, περίπου μόνο τα μισά μικροτοπωνύμια (1800 ή 51,4 %). Από τα υπόλοιπα, τα 505 ή 14,4 % είναι βλάχικα (αρομούνικα), τα 444 ή 12,7 % σλάβικα, τα 235 ή 6,7 % αλβανικά και τα 190 ή 5,4 % τούρκικα [Οικονόμου 1991, σ. 754].
Η διοίκηση του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, εκδήλωσε από την αρχή της συγκρότησής της, την αρχαιολατρία της, όταν στους πρώτους νόμους για τη διοικητική διαίρεση της χώρας, άρχισε να δανείζεται ονόματα από την ελληνική αρχαιότητα για να ονομάσει τις περιφέρειες, τους νομούς, τις επαρχίες, τους δήμους και τους οικισμούς, παραβλέποντας τις παλιές ιστορικές ονομασίες. Πολύ γρήγορα το όνομα Μοριάς αντικαταστάθηκε από την Πελοπόννησο, η Ρούμελη από τη Στερεά, ο Έγριπος από την Εύβοια.
Στο πρώτο διάταγμα της 3ης Απριλίου 1833 “Περί της διαιρέσεως του βασιλείου και της διοικήσεώς του” [Χουλιαράκης 1973, σ. 97 – 99], αντί για Καρλέλι, Ζυγό, Βλοχό, Βενέτικο, Βλαχοχώρια, Δερβενοχώρια, Κράβαρα, Απόκουρο, Λεπάντο, Βοδονίτσα, Νεγκρεπόντε, βρίσκουμε στη Ρούμελη: Αιτωλία, Ακαρνανία, Φωκίδα, Λοκρίδα, Βοιωτία, Αττική και Εύβοια.
Στο Μοριά, εξαφανίζονται οι περιοχές Ιμπλάκικα, Κάτω Ναχαγιέ, Νεζερά, Χάσια, Λιβάρτζι, Κατσάνες, Κοντοβούνια, Λιοδώρα, Πέρα Μεριά, Σαμπάζικα, Λάκκοι, Κάμποι, Σαμπάζικα, Κουνουποχώρια, Ολυμποχώρια, Βρουστοχώρια, Οπισινά Χωριά, Βαρδουνοχώρια, Τρίγωνα, Κολοκύθια, Λάγια, Μαλέβρι, Φωκάς, Ζυγός [Σακελαρίου, 1978, σ. 99 – 113]. Στη θέση τους εμφανίζονται τα ονόματα Αχαΐα, Μεσσηνία, Αρκαδία, Λακωνία, Τριφυλία, Μεγαλόπολη, Μαντινεία, Γορτυνία, Κυνουρία, Λακεδαίμονα και άλλα.
Με αλλαγμένα ονόματα βρίσκουμε τα νησιά: Κούλουρη (Σαλαμίνα), Θερμιά (Κύθνος), Τζια (Κέα), Αρζαντιέρα (Κίμωλος), Πολύκαντρος (Φολέγανδρος), Σαντορίνη (Θήρα), Ναφιό (Ανάφη), Αξιά (Νάξος).
Έχουμε επίσης και τις πρώτες μετονομασίες οικισμών: Σπέτσες Τιπάρηνος), Βοστίτσα (Αίγιον), Καλάβρυτα (Κίναιθα), Πύργος (Πύλος Τριφυλιακή), Φανάρι (Παρρασία), Αρκαδιά (Κυπαρισσία), Νεόκαστρο (Πύλος), Καλαμάτα (Καλάμαι), Τριπολιτσά (Τρίπολις), Καρύταινα (Γόρτυνα), Πραστός (Πρασιαί), Μιστράς (Σπάρτη), Μονεμβασία (Επίδαυρος Λιμηρά), Μαραθονήσι (Γύθειον), Βάτουλο (Οίτυλος), Δραγαμέστο (Αστακός), Βραχώρι (Αγρίνιον), Καρπενήσι (Καλλιδρόμη), Ζητούνι (Λαμία), Ταλάντι (Αταλάντη) και Σάλωνα (Άμφισσα).
Η μετονομασία των τοπωνυμίων, πριν γίνει επίσημη πολιτική του ελληνικού κράτους, συνεχίζει με μικρά βήματα. Κάποια κεφαλοχώρια αλλάζουν όνομα από απογραφή σε απογραφή: Κούντουρα (Μάνδρα), Τσίμοβα (Αρειόπολις), Καστρί (Ερμιόνη), Κουρσαλάς (Κορωπί), Καστρί (Δελφοί), Καρβασαράς (Αμφιλοχία).
Στους χάρτες αλλάζουν τα ονόματα των ποταμών: Αλαμάνα (Σπερχειός), Άρτα (Άραχθος), Ασπροπόταμος (Αχελώος), Βαλανάς (Ερασίνος), Βασιλοπόταμος (Ευρώτας), Βίστριτσα (Αλιάκμων), Βούλγαρης (Τιταρήσιος), Βουριένης (Ασωπός), Γαστούνης (Πηνειός), Ζελεχοβίτικος (Λάδων), Καστανάς (Αροάνιος), Λεστινίτσα (Ενιπεύς), Λυκόρμας (Εύηνος), Μαυρονέρι (Κράθις), Μέγδοβας (Ταυρωπός), Μπούζης (Νέδων), Πάνιτσα (Ίναχος), Πιρνάτσα (Πάμισος), Ρουφιάς (Αλφειός), Φίδαρης (Ευήνος).
Αλλάζουν επίσης τα ονόματα των βουνών: Βελούχι (Τυμφρηστός), Βοδιάς (Παναχαϊκό), Βουλκάνο (Ιθώμη), Ελατιάς (Κιθαιρών), Ζίρια (Κυλλήνη), Λιάκουρα (Παρνασσός), Μαλεβό (Πάρνων), Ντουρντουβάνα (Πεντέλεια), Οζιά (Πάρνηθα), Ολύτσικας (Τόμαρος), Παλαιοβούνα (Ελικών), Πενταδάκτυλος (Ταΰγετος), Σκίπεζα (Σκίαθις), Τετράζι (Λύκαιον), Χελμός (Αροάνια) [Βάλδκαμπφ 1901, σ 19 – 40, 70 – 94].
Το 1855 δημοσιεύεται το πρώτο βασιλικό διάταγμα, που αφορά αποκλειστικά τη μετονομασία ενός οικισμού. Διαβάζουμε στο φύλλο της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως αρ. 38, της 22ας Σεπτεμβρίου: “Ο οικισμός Γαϊδουροχώρι του δήμου Άριος (επαρχία Καλαμών), μετωνομάσθη Αριοχώρι”.
Μέχρι το 1909, μετονομάζονται άλλοι 23 οικισμοί. Και τότε γίνεται η μεγάλη τομή. Αποφασίζεται η οργανωμένη εθνική επιχείρηση για τον εξελληνισμό των ονομάτων των οικισμών, με το διάταγμα “περί συστάσεως επιτροπείας προς μελέτην των τοπωνυμίων της Ελλάδος και εξακρίβωσιν του ιστορικού λόγου αυτών” [Χουλιαράκης 1973, σ. 208].
Στην εισηγητική έκθεση του υπουργού Εσωτερικών Ν. Λεβίδη, εξηγούνται οι λόγοι που επέβαλαν την απόφαση του εξελληνισμού: “Τα βάρβαρα ονόματα και τα κακόφωνα ελληνικά λυπούσι μεν το γλωσσικόν αίσθημα, έχουσι δε και επιβλαβή μορφωτικήν επήρειαν εις τους κατοικούντας, συστέλλοντά πως και ταπεινούντα το φρόνιμα αυτών, αλλά και παρέχουσι ψευδή υπόνοιαν της εθνικής συστάσεως του πληθυσμού των χωρίων εκείνων, ων τα ξενικά ονόματα ηδύνατο να εκληφθώσιν ως μαρτυρούντα και ξενικήν καταγωγήν”.
Τα πρώτα διορισμένα μέλη της επιτροπής είναι γνωστοί έλληνες λόγιοι. Πρόεδρος αναλαμβάνει ο πατέρας της ελληνικής λαογραφίας Νικόλαος Πολίτης και μέλη άνδρες που ήταν (ή θα γίνουν) καθηγητές πανεπιστημίου και ακαδημαϊκοί: οι ιστορικοί Σπυρίδων Λάμπρος, Σωκράτης Κουγέας, Νικόλαος Βέης, Κωνσταντίνος Άμαντος και Δημήτρης Καμπούρογλους, οι αρχαιολόγοι Παναγιώτης Καββαδίας, Γεώργιος Σωτηριάδης και Χρήστος Τσούντας και ο γλωσσολόγος Γεώργιος Χατζιδάκης [Λιθοξόου 1991, σ. 63]. Ό,τι δηλαδή θα αποκαλούσαμε, βαρύ πυροβολικό του ελληνικού εθνικισμού.
Στην αρχή η επιτροπή φαίνεται πως αναλώθηκε σε συζητήσεις, γιατί μεταξύ 1910 και 1914, έχουμε μόνο εννέα μετονομασίες. Το 1915, με 61 μετονομασίες θεωρείται καλή χρονιά. Μεταξύ 1916 και 1919 σημειώνονται άλλες 65 μετονομασίες. Η χαμηλή παραγωγικότητα της επιτροπής, ωθεί την κυβέρνηση να υποχρεώσει την επιτροπή, να προχωρήσει σε αναγκαστική συνεργασία με τους δασκάλους όλης της χώρας, προκειμένου να προχωρήσει ο εξελληνισμός. Η επιτάχυνση των διαδικασιών επιβάλλεται, λόγω και της ενσωμάτωσης των νέων επαρχιών, με τα χιλιάδες νέα “βάρβαρα” τοπωνύμια. Στις 10 Οκτωβρίου 1919, η επιτροπή, με εγκύκλιο επιστολή, ανακοινώνει στους εκπαιδευτικούς τη νέα απόφαση:
“Η επί των τοπωνυμιών της Ελλάδος Επιτροπεία, της οποίας έργον κυριώτατον είναι η εκβολή όλων των τουρκοφώνων ονομάτων των συνοικισμών και κοινοτήτων, τα οποία μολύνουσι και ασχημίζουσι την όψιν της ωραίας ημών πατρίδος, παρέχουσι δε και αφορμήν εις δυσμενή δια το ελληνικό έθνος εθνολογικά συμπεράσματα, τα οποία οι αντίπαλοι λαοί μεταχειρίζονται εναντίον ημών, απεφάσισε κατ’ εντολήν του Υπουργείου των Εσωτερικών όπως εντείνει τας προσπαθείας της δια την αντικατάστασιν των ξενοφώνων ονομάτων δι’ ελληνοφώνων. Αλλ’ η εκλογή του νέου ονόματος δεν είναι καθόλου εύκολος. Απαιτείται γνώσις ακριβής του τόπου, την οποίαν, τα μέλη της Επιτροπείας, ζώντα εν Αθήναις δεν έχουσι. Δια τούτο η Επιτροπεία απεφάσισε να αποταθή εις τους κατά τόπους κυριωτάτους αντιπροσώπους του πνευματικού βίου της Ελλάδος, τους δημοδιδασκάλους” [Χουλιαράκης 1973, σ. 209].
Το νέο σχήμα της εθνικής επιχείρησης μετονομασιών, υπήρξε στην αρχή συγκρατημένο, λόγω της διεθνούς συγκυρίας, της συζήτησης περί μειονοτικών δικαιωμάτων και τις ανταλλαγές των πληθυσμών. Μεταξύ 1920 και 1925, ανακοινώνονται μόνο 61 νέες μετονομασίες. Οι αλλαγή των ονομάτων 500 περίπου οικισμών της Θράκης, περνάει “λάθρα”, μέσα από την απογραφή του 1920 [Λεξικόν 1923].
Μόλις ωστόσο το τοπίο ξεκαθαρίζει, το ελληνικό κράτος διατάζει την επιτροπή να αλλάξει το χάρτη της χώρας με συνοπτικές διαδικασίες. Με το διάταγμα της 17ης Σεπτεμβρίου 1926, επιτρέπεται “ίνα μεταβληθώσι ξενόφωνα ή κακόηχα ονόματα συνοικισμών, πόλεων ή κωμών”. Σε κάθε νομαρχία, συγκροτείται υποεπιτροπή μετονομασιών υπό την προεδρία του νομάρχη. Εκτός των εκπαιδευτικών, συνιστάται η συμμετοχή σε αυτή “δημοσίων υπαλλήλων και εντοπίων προσώπων, δυναμένων να συντελέσωσιν εις τον επιδιωκόμενον σκοπόν”. Μετά τη μετονομασία, “απαγορεύεται απολύτως η χρήσις των παλαιών ονομάτων”. Η παράβαση της απαγόρευσης, “αποτελεί πταισματικήν παράβασιν τιμωρουμένην με πρόστιμον μέχρις 100 δραχμών, ή με κράτησιν μέχρι 10 ημερών” [Χουλιαράκης 1975, σ. 344 – 345].
Το διάταγμα αυτό δίνει το σύνθημα. Μέχρι το 1928, μετονομάζονται 2.500 περίπου οικισμοί !
Μετά οι ρυθμοί πέφτουν. Μεταξύ 1929 – 1952 ακολουθούν 354 μετονομασίες. Τη πενταετία 1953 – 1957 σημειώνονται 760 και ανάμεσα 1958 και 1971 άλλες 326. Έκτοτε οι μετονομασίες των οικισμών γίνονται σπάνιες, καθώς δεν έχουν απομείνει και πολλά ξενόφωνα ονόματα για αλλαγή. Ο σκοπός έχει επιτευχθεί, τα μισά περίπου ονόματα των οικισμών άλλαξαν, η Ελλάδα έγινε αγνώριστη.
Για την ποιότητα βέβαια της εργασίας αυτής, καλύτερα να μη γίνεται λόγος. Για παράδειγμα, το όνομα “Κρήνη” επιλέχθηκε για τη μετονομασία 10 οικισμών, η “Λεύκη” για 10, η “Χαραυγή” για 10, η “Κυψέλη” για 11, η “Εξοχή” για 11, η “Αγία Τριάς” για 12, η “Μεταμόρφωσις” για 12, ο “Πλάτανος” για 12, ο “Άγιος Γεώργιος” για 13, η “Αγία Παρασκευή” για 15, ο “Άγιος Νικόλαος” για 15, η “Πηγή” για 15, ο “Σταυρός” για 15, το “Κρυονέρι” για 17, η “Δάφνη” για 24 και η “Καλλιθέα” (μακράν όλων) για 44.
Εκτός όμως από τους οικισμούς, τα ονόματα των οποίων εξελληνίσθηκαν, “δυσμενή δια το ελληνικό έθνος εθνολογικά συμπεράσματα”, μπορούσαν να αντληθούν και από τα μικροτοπωνύμια. Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης δίνει την πληροφορία, πως η Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού, είχε ζητήσει προπολεμικά, τη βοήθεια της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, για τη μετονομασία των μικροτοπωνυμίων των επιτελικών χαρτών [Τριανταφυλλίδης 1938, σ. 257].
Η Γεωγραφική Υπηρεσία, εξελλήνισε πολλά ονόματα στους χάρτες κλίμακας 1: 100.000 και 1: 50.000, χωρίς να προβεί σε δημόσια ανακοίνωση. Κυκλοφόρησε μάλιστα εμπιστευτικά σήματα προς χρήση των αξιωματικών, που συνόδευαν τους νέους χάρτες και σημείωναν τα παλιά και τα νέα ονόματα, ώστε να είναι δυνατή η χρήση τους και να αποφευχθούν ολέθρια σφάλματα, σε περίπτωση πολεμικών επιχειρήσεων. Τα σήματα αυτά κυκλοφορούσαν πολυγραφημένα, στα γραφεία της υπηρεσίας πληροφοριών, στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Ο αριθμός των μετονομασμένων ανά φύλλο τοπωνυμίων, ποικίλει. Έτσι βρίσκουμε λόγου χάρη, 100 τοπωνύμια στο φύλλο 1620 IV / Μέτσοβον, 106 στο φύλλο 1622 I / Φλώρινα, 112 στο φύλλο 1721 I / Σιάτιστα και 139 στο φύλλο 2022 Ι / Σοχός.
Είναι προφανές ότι με αυτό τον τρόπο, η Γεωγραφική Υπηρεσία, επιτέλεσε ένα “εθνικό” έργο, προσφέροντας με τους νεώτερους χάρτες της, μια “πηγή” γλωσσικού υλικού, κατασκευασμένη από τους έλληνες στρατιωτικούς στο γραφείο.
Στην κατεύθυνση του εξελληνισμού των μικροτοπωνυμίων (θέσεων), κινήθηκε επίσης το υπουργείο Εσωτερικών από το 1962 και από την επαρχία Ξάνθης (ΦΕΚ 210 της 13/12) [Χουλιαράκης 1976, σ. 220]. Οι μαζικές μετονομασίες των μικροτοπωνυμίων, μέσω διαταγμάτων, αρχίζουν ωστόσο από το 1969 και συνεχίζονται τα επόμενα χρόνια. Παράλληλα το υπουργείο Εσωτερικών εγκρίνει κάθε τόσο και κάποια μετονομασία “βαρβαρόφωνου” οικισμού, όπως εκείνη των “Νέων Λιοσίων” σε “Ίλιον”, το Σεπτέμβριο του 1994.
Το τελευταίο παράδειγμα, χαρακτηρίζει και την ποιότητα της σκέψης των σύγχρονων νονών. Με το να μετονομάζει μια χώρα, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μια συνοικία της πρωτεύουσάς της, δίνοντάς της ένα αρχαιοπρεπές όνομα, για να ξορκίσει το γεγονός της εκεί ύπαρξης Αρβανιτών, Τσιγγάνων και ρωσοφώνων προσφύγων, το μόνο που επιτυγχάνει επί της ουσίας, είναι να αποκαλύπτει, εκτός από κεκτημένη ταχύτητα, ενός προπατορικού αμαρτήματος, τη σημερινή ιδεολογική ένδεια και ανασφάλεια των ταγών της.
Όπως και να έχει, ακόμα και αν η ιστορία (της τραγωδίας του εξελληνισμού του τοπωνυμικού της χώρας) επαναλαμβάνεται σαν κωμωδία πλέον, το τέλος αυτού του κεφαλαίου, δεν έχει ακόμα γραφτεί.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Βάλδκαμπφ 1901: Αντωνίου Τούμα Φον Βάλδκαμπφ, Ελλάς, Μακεδονία και Νότιος Αλβανία ήτοι η μεσημβρινή ελληνική χερσόνησος περιγραφομένη υπό στρατιωτικήν, γεωγραφικήν, στατιστικήν και πολεμικοϊστορικήν έποψιν, μετάφραση Ευγενίου Ρίζου Ραγκαβή, Αθήναι 1901.
Λεξικόν 1923: Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας / Διεύθυνσις Στατιστικής, Λεξικόν των δήμων, κοινοτήτων και συνοικισμών της Ελλάδος επί τη βάσει της απογραφής του πληθυσμού του έτους 1920, Αθήναι 1923.
Λιθοξόου 1991: Δημήτρη Λιθοξόου, Μειονοτικά ζητήματα και εθνική συνείδηση στην Ελλάδα / Ατασθαλίες της ελληνικής ιστοριογραφίας, Αθήνα 1991.
Οικονόμου 1991: Κων. Οικονόμου, Τοπωνυμικό της περιοχής Ζαγορίου, Ιωάννινα 1991.
Σακελαρίου, 1978: Μιχαήλ Σακελαρίου, Η Πελοπόννησος κατά την δευτέραν Τουρκοκρατία, Αθήνα 1978.
Τριανταφυλλίδης 1938: Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Νεοελληνική γραμματική / Ιστορική εισαγωγή, Αθήνα 1938.
Φαλμεράιερ 2002: Jac. Phil. Fallmerayer, Ιστορία της χερσονήσου του Μοριά κατά το Μεσαίωνα / πρώτο μέρος, μετάφραση Παντελή Σοφτζόγλου, Αθήνα 2002.
Χουλιαράκης 1973: Μιχαήλ Χουλιαράκης, Γεωγραφική, διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821 – 1971, τόμος Α΄, Αθήναι 1973.
Χουλιαράκης 1975: Μιχαήλ Χουλιαράκης, Γεωγραφική, διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821 – 1971, τόμος Β΄, Αθήναι 1973.
Χουλιαράκης 1976: Μιχαήλ Χουλιαράκης, Γεωγραφική, διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821 – 1971, τόμος Γ΄, Αθήναι 1976.
Georgacas – McDonald 1968: Demetrius Georgacas – William McDonald, Place Names of Southwest Peloponnesus, Πελοποννησιακά, τόμος ΣΤ΄, Αθήναι 1968.
Βάλδκαμπφ 1901: Αντωνίου Τούμα Φον Βάλδκαμπφ, Ελλάς, Μακεδονία και Νότιος Αλβανία ήτοι η μεσημβρινή ελληνική χερσόνησος περιγραφομένη υπό στρατιωτικήν, γεωγραφικήν, στατιστικήν και πολεμικοϊστορικήν έποψιν, μετάφραση Ευγενίου Ρίζου Ραγκαβή, Αθήναι 1901.
Λεξικόν 1923: Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας / Διεύθυνσις Στατιστικής, Λεξικόν των δήμων, κοινοτήτων και συνοικισμών της Ελλάδος επί τη βάσει της απογραφής του πληθυσμού του έτους 1920, Αθήναι 1923.
Λιθοξόου 1991: Δημήτρη Λιθοξόου, Μειονοτικά ζητήματα και εθνική συνείδηση στην Ελλάδα / Ατασθαλίες της ελληνικής ιστοριογραφίας, Αθήνα 1991.
Οικονόμου 1991: Κων. Οικονόμου, Τοπωνυμικό της περιοχής Ζαγορίου, Ιωάννινα 1991.
Σακελαρίου, 1978: Μιχαήλ Σακελαρίου, Η Πελοπόννησος κατά την δευτέραν Τουρκοκρατία, Αθήνα 1978.
Τριανταφυλλίδης 1938: Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Νεοελληνική γραμματική / Ιστορική εισαγωγή, Αθήνα 1938.
Φαλμεράιερ 2002: Jac. Phil. Fallmerayer, Ιστορία της χερσονήσου του Μοριά κατά το Μεσαίωνα / πρώτο μέρος, μετάφραση Παντελή Σοφτζόγλου, Αθήνα 2002.
Χουλιαράκης 1973: Μιχαήλ Χουλιαράκης, Γεωγραφική, διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821 – 1971, τόμος Α΄, Αθήναι 1973.
Χουλιαράκης 1975: Μιχαήλ Χουλιαράκης, Γεωγραφική, διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821 – 1971, τόμος Β΄, Αθήναι 1973.
Χουλιαράκης 1976: Μιχαήλ Χουλιαράκης, Γεωγραφική, διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821 – 1971, τόμος Γ΄, Αθήναι 1976.
Georgacas – McDonald 1968: Demetrius Georgacas – William McDonald, Place Names of Southwest Peloponnesus, Πελοποννησιακά, τόμος ΣΤ΄, Αθήναι 1968.
ΜΕΤΟΝΟΜΑΣΙΕΣ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΔΥΤΙΚΗΣ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ:
Παλαιά ονομασία-μετονομασία-περιοχή-έτος μετονομασίας:
Παλαιά ονομασία-μετονομασία-περιοχή-έτος μετονομασίας:
Άνω Μπουρλέσια-Άνω Μετάπα-Αιτωλίας και Ακαρνανίας-1957
Αχόμαυρος-Κυρά Βγένα-Αιτωλίας και Ακαρνανίας-1932
Βελάουστα-Πυργί-Αιτωλίας και Ακαρνανίας-1928
Βρωμιάρης-Καστράκι-Αιτωλίας και Ακαρνανίας-1940
Ζελίχοβο-Αγία Παρασκευή Αγίου Βλασίου Τριχωνίδος-Αιτωλίας και Ακαρνανίας-1928
Κάτω Μπερμπάτης-Αγία Τριάς Μεσολογγίου-Αιτωλίας και Ακαρνανίας-1954
Λιγόστιανα-Περιστέρι-Αιτωλίας και Ακαρνανίας-1928
Λυκοχώρι-Αγία Βαρβάρα Τριχωνίδος-Αιτωλίας και Ακαρνανίας-1954
Μαυριά-Άγιος Νικόλαος-Αιτωλίας και Ακαρνανίας-1940
Μετάπα-Άγιος Ανδρέας Μεσολογγίου-Αιτωλίας και Ακαρνανίας-1957
Μόκιστα ή Πόκιστα-Αγία Σοφία Τριχωνίδος-Αιτωλίας και Ακαρνανίας-1930
Πλατύπορον [1928]-Αβαρίκος Τριχωνίδος-Αιτωλίας και Ακαρνανίας-1955
Σακαρέτσι-Περδικάκι-Αιτωλίας και Ακαρνανίας-1930
Φεγγόβρυση (Ανδράνοβα)-Ασπρόπυργος-Αιτωλίας και Ακαρνανίας-1928
Χασάναγα-Αγία Μαρίνα Μεσολογγίου-Αιτωλίας και Ακαρνανίας-1953
Βερδίτσα-Αυλάκι-Βάλτου-1927
Δυο Αλώνια-Χρυσορράχη-Βάλτου-1954
Ζέλμη-Φτελιά-Βάλτου-1930
Καρβασαράς-Αμφιλοχία-Βάλτου-1908
Λαγκάδα Ράχη-Λαγκάδι-Βάλτου-1964
Λαγκάδας-Μενίδιον-Βάλτου-1951
Λάλα Λάκα-Λάκα-Βάλτου-1951
Λιάσκοβο-Φλωριάδα-Βάλτου-1981
Μπα-Τριανταφυλλούλα-Βάλτου-1954
Μπονίκεβο-Πετρώνα-Βάλτου-1928
Παλαιοκουτσή-Χρυσοπηγή-Βάλτου-1953
Παναγία-Βασιλόπουλον-Βάλτου-1981
Πατιόπουλο-Ανοιξιάτικον-Βάλτου-1971
Πριάντζα-Τρίκλινον-Βάλτου-1927
Σωροβίγλι-Στράτος-Βάλτου-1928
Τούπιζα-Πύλη-Βάλτου-1955
Τσακνοχώρι-Ελαιοχώριον-Βάλτου-1968
Φλωριάδα-Αγία Τριάδα-Βάλτου-1981
Χλιμπορίτας-Ελαιόφυτον-Βάλτου-1981
Άγιος Βασίλειος-Θύρρειον-Βονίτσης-1915
Δερσοβά-Σπαρτοχώρι-Βονίτσης-1927
Δραγάμεστο-Καραϊσκάκης-Βονίτσης-1930
Ζαβέρδα-Πάλαιρος-Βονίτσης-1928
Ζάβιτσα-Αρχοντοχώρι-Βονίτσης-1927
Καλέντζι-Σρογγυλοβούνι-Βονίτσης-1928
Μπερδενίκος-Παναγούλα-Βονίτσης-1928
Μπούστρι-Βούστρι-Βονίτσης-1928
Παλήμπεη-Δρυμός-Βονίτσης-1927
Ποδολοβίστα-Πεντάλοφον-Βονίτσης-1928
Βάρνακα-Γεωργουλαίικα-Βονίτσης και Ξηρομέρου-1967
Δραγαμέστο-Αστακός-Βονίτσης και Ξηρομέρου-1833
Μαχαλάς-Φυτείαι-Βονίτσης και Ξηρομέρου-1954
Παλαιοκατούνα-Λεσίνιον-Βονίτσης και Ξηρομέρου-1967
Συμπολαίικα-Σταυρός-Βονίτσης και Ξηρομέρου-1964
Αγλαβίστα-Περιβόλιον-Δωρίδος-1959
Άνω Παλαιοξάρι-Ποτιδανία-Δωρίδος-1940
Βελενίκος-Ελαία-Δωρίδος-1955
Βελούχοβο-Κάλλιον-Δωρίδος-1916
Βιτρινίτσα-Τολοφών-Δωρίδος-1927
Βλαχοκάτουνο-Τρίκορφον-Δωρίδος-1930
Βοστινίτσα-Δάφνος-Δωρίδος-1927
Γκουμαίοι-Φιλοθέη-Δωρίδος-1959
Γρανίτσα-Διακόπι-Δωρίδος-1927
Δρεστενά-Τρίστενον-Δωρίδος-1928
Καγκέλες-Πηγή-Δωρίδος-1959
Καρδάρα-Δροσάτον-Δωρίδος-1959
Καρούτια-Πύργος-Δωρίδος-1959
Κάτω Παλαιοξάρι-Παλαιοξάριον-Δωρίδος-1959
Κίσσελη-Λεμονιά-Δωρίδος-1928
Κωστάριτσα-Διχώρι-Δωρίδος-1927
Λεμονιά-Πάνορμον-Δωρίδος-1931
Λούτσοβος-Κόκκινον-Δωρίδος-1930
Λυκοχώρι-Τείχιον-Δωρίδος-1929
Μάκρυσι-Μακρυνή-Δωρίδος-1927
Μαραζά-Ροδοδάφνη-Δωρίδος-1928
Μαυρογιάννης-Λεύκα-Δωρίδος-1902
Νούτσομπρος-Υψηλόν Χωρίον-Δωρίδος-1927
Ντουβιά-Άγιος Σπυρίδων-Δωρίδος-1959
Ξυλογαϊδάρα-Καλλιθέα-Δωρίδος-1901
Ομέρ Εφένδης-Καστράκι-Δωρίδος-1927
Παλαιοκάτουνο-Κροκύλειο-Δωρίδος-1915
Παλαιόχανο-Πευκάκιον-Δωρίδος-1959
Πλέσσα-Αμυγδαλιά-Δωρίδος-1927
Πύρινο-Αιγίτιον-Δωρίδος-1928
Ροδοδάφνη-Δαφνοχώρι-Δωρίδος-1933
Σεβεδίκος-Δωρικόν-Δωρίδος-1959
Σουλέ-Ευπάλιον-Δωρίδος-1907
Σουρούστι-Κερασέαι-Δωρίδος-1928
Στρούζα-Πύρινος-Δωρίδος-1927
Τολοφών-Ερατεινή-Δωρίδος-1901
Χάνια Στενού-Στενό-Δωρίδος-1959
Χασάν Αγάς-Άγιος Πολύκαρπος-Δωρίδος-1927
Άγιος Γεώργιος-Καστράκιον-Ευρυτανίας-1963
Αλάμπεη-Νησί-Ευρυτανίας-1928
Αμπέλια-Βρυσούλα-Ευρυτανίας-1963
Άμπλιανη-Σταυροπήγι-Ευρυτανίας-1928
Ανδράνοβα-Φεγγόβρυση-Ευρυτανίας-1928
Αραχωβίτσα-Πετράλωνον-Ευρυτανίας-1928
Βελισδόνη-Τρίδενδρον-Ευρυτανίας-1928
Βελτσίστα-Λιθοχώρι-Ευρυτανίας-1928
Γόλιανη-Στεφάνι-Ευρυτανίας-1928
Δοβίτσινο-Σταυροχώρι-Ευρυτανίας-1928
Δολιανά-Στουρνάρι-Ευρυτανίας-1928
Έλογα-Άγιος Χαράλαμπος-Ευρυτανίας-1928
Έλσανη-Μαυρομμάτα-Ευρυτανίας-1928
Ερκίστα-Αγία Βλαχέρνα Ευρυτανίας-Ευρυτανίας-1930
Ζελενίστα-Πρασιά-Ευρυτανίας-1928
Καρυά-Ρυάκιον-Ευρυτανίας-1962
Κερασοβάκι-Δαφνούλα-Ευρυτανίας-1962
Κεράσοβο-Κερασοχώριον-Ευρυτανίας-1930
Κόνιαβη-Λημέρι-Ευρυτανίας-1928
Κοντίβα-Κοντόν-Ευρυτανίας-1928
Κόπραινα-Πρόδρομος-Ευρυτανίας-1929
Κορίκιστα-Σύδενδρον-Ευρυτανίας-1928
Κουφάλα-Δάφνη-Ευρυτανίας-1951
Κρετσίστα-Ιτέα-Ευρυτανίας-1962
Κυψέλη-Κορισχάδες-Ευρυτανίας-1965
Λάσπη-Άγιος Νικόλαος-Ευρυτανίας-1951
Λάστοβο-Χελιδόνα-Ευρυτανίας-1928
Μήρυσι-Μάραθος-Ευρυτανίας-1928
Μιάρα-Καλλιθέα-Ευρυτανίας-1955
Μύριση-Μυρίκη-Ευρυτανίας-1927
Νέον Χωρίο-Ανθηρόν-Ευρυτανίας-1962
Παλαιοκόπρι-Λεύκη-Ευρυτανίας-1952
Παλαιοχώριο-Καστράκιον-Ευρυτανίας-1962
Σέλιτσα-Καστανούλα-Ευρυτανίας-1928
Σέλος-Βύθισμα-Ευρυτανίας-1930
Σίχνικο-Κεφαλόβρυσον-Ευρυτανίας-1962
Σοβολάκο-Ψηλόβραχος-Ευρυτανίας-1927
Σπινάσα-Νεράιδα-Ευρυτανίας-1928
Σύδενδρον (Κορύκιστα)-Καταβόθρα-Ευρυτανίας-1928
Τατάρνα-Τριπόταμον-Ευρυτανίας-1928
Τέρνοβο-Παπαδιά-Ευρυτανίας-1927
Τέρνος-Μεσοκώμη-Ευρυτανίας-1928
Τέροβα-Κυπάρισσος-Ευρυτανίας-1928
Τσεκλίστα-Σκοπιά-Ευρυτανίας-1928
Τσερκοφτελιά-Φτελιά-Ευρυτανίας-1928
Φραγκίστα Μεγάλη-Φραγκίστα Ανατολική-Ευρυτανίας-1915
Φραγκίστα Μικρή-Φραγκίστα Δυτική-Ευρυτανίας-1915
Χόλιανο-Πετρωτόν-Ευρυτανίας-1962
Χορίγκοβο-Κέδρα-Ευρυτανίας-1928
Άνω Μπερμπάτης-Κυψέλη-Μεσολογγίου-1954
Άνω Μποτίνο-Λιθοβούνι-Μεσολογγίου-1930
Δεμνίτσα-Νέα Καλυδών-Μεσολογγίου-1954
Καλφενίκι-Τριχώνιον-Μεσολογγίου-1928
Κάτω Μποτίνο-Δαφνιάς-Μεσολογγίου-1928
Μουρστιάνου-Λυσιμάχεια-Μεσολογγίου-1927
Μπουρλέσια-Μετάπα-Μεσολογγίου-1956
Μπρέσιακος-Κλεισόρεμα-Μεσολογγίου-1927
Πλατσικαίικα-Δάφνη-Μεσολογγίου-1963
Συβίστα-Ελληνικά-Μεσολογγίου-1928
Αβόρανη-Λιβαδάκι-Ναυπακτίας-1930
Άγιος Γεώργιος-Μολύκρειο-Ναυπακτίας-1919
Αλμπάνι-Κάτω Καλαβρούζα-Ναυπακτίας-1948
Αμόρανη-Καταφύγι-Ναυπακτίας-1927
Ανδροβίτσα-Κεντρική-Ναυπακτίας-1928
Αρτοτίβα-Διασελάκι-Ναυπακτίας-1927
Αρτοτίβα-Αχλαδόκαστρον-Ναυπακτίας-1928
Βελβίτσαινα-Παλιόπυργος-Ναυπακτίας-1927
Βετολίστα-Ρωμιά-Ναυπακτίας-1927
Βετοψίστα-Αναβρυτή-Ναυπακτίας-1928
Βοϊτσά-Ελατόβρυση-Ναυπακτίας-1927
Βονόρτα-Κάτω Πλάτανος-Ναυπακτίας-1954
Βρώστιανη-Ριγάνι-Ναυπακτίας-1927
Γρανίτσα-Ανθόφυτον-Ναυπακτίας-1930
Δέλγα-Γάβρος-Ναυπακτίας-1928
Ελετσού-Ελατού-Ναυπακτίας-1928
Ζελίστα-Κυδωνιά-Ναυπακτίας-1928
Ζηλίστα-Οξυά-Ναυπακτίας-1927
Κοζίτσα-Καστρί-Ναυπακτίας-1927
Κοζίτσα-Αμπελακιώτισσα-Ναυπακτίας-1928
Κουτουλίστα-Κρυονέρια-Ναυπακτίας-1927
Κωλοσύρτης-Μηλιά-Ναυπακτίας-1918
Μαμάκω Κάτω-Μακύνεια-Ναυπακτίας-1981
Μεγάλη Λομποτινά-Άνω Χώρα-Ναυπακτίας-1930
Μικρά Λομποτινά-Κάτω Χώρα-Ναυπακτίας-1928
Μικρά Παλούκοβα-Λεύκα-Ναυπακτίας-1927
Μπεζαϊδέ-Τρίκορφον-Ναυπακτίας-1928
Νίσβαρι-Κοκκινοχώρι-Ναυπακτίας-1927
Παλαιονεοχώρι-Πετρωτόν-Ναυπακτίας-1963
Παλούκοβα Μεγάλη-Μανδρινή-Ναυπακτίας-1928
Πόριαρη-Πόρος-Ναυπακτίας-1954
Ρωμηά (Βετολίστα)-Τερψιθέα-Ναυπακτίας-1928
Σιτίστα-Γραμμένη Οξυά-Ναυπακτίας-1927
Στρωμίνιανη ή Στρόμνιανη-Καλλονή-Ναυπακτίας-1927
Συνίστα-Περδικόβρυση-Ναυπακτίας-1927
Τέρνοβα-Δενδροχώρι-Ναυπακτίας-1930
Τερπίτσα-Διπλάτανον-Ναυπακτίας-1928
Άγιος Νικόλαος-Κέρρα-Παρνασσίδος-1908
Αγόριανη Άνω-Επτάλοφον-Παρνασσίδος-1927
Άνω Μουσουνίτσα-Αθανάσιος Διάκος-Παρνασσίδος-1959
Γουρίτσα-Πυρά-Παρνασσίδος-1927
Δρεμίσα-Πανουργιά-Παρνασσίδος-1915
Κάνιανη Άνω-Οινοχώριον-Παρνασσίδος-1927
Κάνιανη Κάτω-Αποστολιάς-Παρνασσίδος-1927
Καστρί-Δελφοί-Παρνασσίδος-1845
Κολοβάται-Δροσοχώριον-Παρνασσίδος-1959
Κολοπετινίτσα-Μονοδένδρι-Παρνασσίδος-1927
Κολοπετινίτσα-Τριταία-Παρνασσίδος-1928
Κουκοβίστα-Καλοσκοπή-Παρνασσίδος-1927
Σάλωνα-Άμφισσα-Παρνασσίδος-1836
Σεργούνι-Άγιος Κωνσταντίνος-Παρνασσίδος-1916
Σιγδίτσα-Προσήλιον-Παρνασσίδος-1927
Σουβάλα-Πολύδροσος-Παρνασσίδος-1927
Αράχωβα-Πεντάκορφον-Τριχωνίδας-1930
Αχόμοβο-Αχόμαυρο-Τριχωνίδας-1926
Γκερτοβός-Αργυρό Πηγάδι-Τριχωνίδας-1928
Γουρίτσα-Μυρτιά-Τριχωνίδας-1928
Γούστιανη-Πάμφιον-Τριχωνίδας-1928
Δερβέκιστα-Ανάληψις-Τριχωνίδας-1928
Δερίκοβο-Χαλίκι-Τριχωνίδας-1928
Ζαπάντι-Μεγάλη Χώρα-Τριχωνίδας-1927
Κεφαλόβρυσο-Θέρμον-Τριχωνίδας-1915
Κουσίνα-Κοκκινόβρυση-Τριχωνίδας-1928
Μουσταφούλι-Παναιτώλιον-Τριχωνίδας-1928
Μπερίκος-Δρυμώνας-Τριχωνίδας-1928
Σαμπατίνα-Αετόπετρα-Τριχωνίδας-1928
Σομπονίκος-Νερομάνα-Τριχωνίδας-1927
Τσεβελιάσα-Νεοχώρι-Τριχωνίδας-1928
Βραχώρι-Αγρίνιον-Τριχωνίδος-1833
Ζακώνια-Τριλάγκαδον-Τριχωνίδος-1930
Κάτω Προστοβά-Λευκόν-Τριχωνίδος-1954
Λογκίστη-Ελληνικά-Τριχωνίδος-1954
Μανδάνισσα-Παντάνασσα-Τριχωνίδος-1953
Μαχαλάς-Άγιος Θεόδωρος-Τριχωνίδος-1954
Μαχαλάς-Δάφνη-Τριχωνίδος-1954
Μπίτσοβος-Λεύκα-Τριχωνίδος-1954
Μπρόσκλαβου-Σιταράλωνα-Τριχωνίδος-1922
Πούλιανη-Μαραθούλα-Τριχωνίδος-1964
Προστοβά-Καλλιθέα-Τριχωνίδος-1952
Προύλπος-Πήδημα-Τριχωνίδος-1954
Ρενσπέρι-Άγιος Νικόλαος-Τριχωνίδος-1953
Σμολιανά-Ελαιόφυτον-Τριχωνίδος-1930
Τριλάγκαδον (Ζακώνινα)-Παληοκαρυά-Τριχωνίδος-1930
Αχλάδιο-Νέα Σπαρτιά-Φθιώτιδος-1955
Βαρυμπόπη-Μακρακώμη-Φθιώτιδος-1916
Βελέσι-Καμαρόβρυση-Φθιώτιδος-1927
Γαρδίκι-Πελασγία-Φθιώτιδος-1927
Γυφτοχώρι-Καλλιθέα-Φθιώτιδος-1915
Δαϊτσά-Αγριλιά-Φθιώτιδος-1927
Δερβέν Καρυά-Μοσχοκαρυά-Φθιώτιδος-1927
Δίλοφο-Άγιος Σώστης-Φθιώτιδος-1971
Δρακοσπηλιά-Θερμοπύλαι-Φθιώτιδος-1955
Ζέλι-Ζηλευτόν-Φθιώτιδος-1927
Ζημιανή-Δίκαστρον-Φθιώτιδος-1927
Ζητούνι-Λαμία-Φθιώτιδος-1833
Ζιώψη-Ασπρόκαμπος-Φθιώτιδος-1927
Ιμίρμπεη-Ανθήλη-Φθιώτιδος-1927
Κάτω Βαρδάται-Νέον Κρίκελλον-Φθιώτιδος-1961
Κολοθρόνι-Τιθρώνιον-Φθιώτιδος-1958
Κούρνοβο-Τρίλοφον-Φθιώτιδος-1957
Λάλα-Ροδωνιά-Φθιώτιδος-1927
Λιάσκοβο-Μεσοχώρι-Φθιώτιδος-1927
Μάκρυσι-Μάκρη-Φθιώτιδος-1927
Μάντετσι-Περιστέρι-Φθιώτιδος-1927
Μαχαλάς-Κυπαρισσώνας-Φθιώτιδος-1927
Μουσταφάμπεη-Ηράκλεια-Φθιώτιδος-1915
Μούστροβο-Περιβόλιον-Φθιώτιδος-1927
Μπεκί-Σταυρός-Φθιώτιδος-1927
Μπουγομήλα-Αργυροχώρι-Φθιώτιδος-1926
Μπρούφλιανη-Δίλοφον-Φθιώτιδος-1927
Νέα Μιζέλα-Αμαλιάπολις-Φθιώτιδος-1899
Ξυλογαϊδάρα-Ξυλογάδειρα-Φθιώτιδος-1880
Παλαιοαχλάδι-Αχλάδιον-Φθιώτιδος-1953
Πέρα Κάψη-Τυμφρηστός-Φθιώτιδος-1929
Πρεβενίκος-Σκαμνός-Φθιώτιδος-1927
Πύργος-Πτελέα-Φθιώτιδος-1962
Ρηγόζαινο-Καπνοχώρι-Φθιώτιδος-1927
Σέλιανη-Μάρμαρα-Φθιώτιδος-1927
Σμόκοβο-Πύργος-Φθιώτιδος-1927
Σουβάλα-Βαθύκοιλα-Φθιώτιδος-1927
Στάγια-Πλάτανος-Φθιώτιδος-1957
Τσερνοβίτι-Παλιοκερασιά-Φθιώτιδος-1927
Τσοπαλάδες-Λυγαριά-Φθιώτιδος-1920
Χομέριανη Πέρα-Ανατολή-Φθιώτιδος-1927
Χωμέριανη Εδώθε-Δάφνη-Φθιώτιδος-1927
Αγόριανη Κάτω-Εκκάρα-Φθιώτιδος και Φωκίδος-1930
Γαρδικάκι-Οίτη-Φθιώτιδος και Φωκίδος-1930
Δερβέν Φούρκα-Καλαμάκι-Φθιώτιδος και Φωκίδος-1930
Μπεσχένι-Παρώρι-Φθιώτιδος και Φωκίδος-1930
Νίκοβα-Άνυδρον-Φθιώτιδος και Φωκίδος-1930
Σαρμουσακλή-Ροδίστα-Φθιώτιδος και Φωκίδος-1930
Σπόρλια-Πτελέα-Φθιώτιδος και Φωκίδος-1930
Τσατμά-Πετρωτόν-Φθιώτιδος και Φωκίδος-1930
Χαλίλη-Μεσοποταμιά-Φθιώτιδος και Φωκίδος-1930
Βίδαβη-Άγιοι Πάντες Δωρίδος-Φωκίδος-1930
Καστέλι-Καστέλλια-Φωκίδος-1981
Κάτω Μουσουνίτσα-Μουσουνίτσα-Φωκίδος-1981
ΠΗΓΗ: «Κωνσταντίνος Δαβανέλος» http://konstantinosdavanelos.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου