Τι ήταν το Κεφαλοβρυσο (έτσι λεγόταν παλιότερα το Θέρμο) τον περασμένο αιώνα, προτού ο αρχαιολόγος Γ. Σωτηριάδης κάνει τις πρώτες ανασκαφές;
Ένα χωριουδάκι, ένας οικισμός που χτίστηκε στους μετά την Επανάσταση του 1821 χρόνους, περίπου μια δεκαετία μετά την εθνική μας αποκατάσταση. Ένα χωριό, λοιπόν, το Κεφαλόβρυσο όπως όλα τα χωριά της Ελλάδας, με την ιστορία του θαμμένη για αιώνες στα «Ελληνικά» ή «Παλιοπάζαρο», στους πρόποδες του βουνού Μέγα-Λάκκος, όπου μοναδικά σημάδια ήταν κάποια ίχνη αρχαίου τείχους, χωμένα κι αυτά, μέσα στα πουρνάρια και στα βάτα. Τίποτε άλλο. Ώσπου ήρθε ο Γ. Σωτηριάδης και με τη σκαπάνη του ξεσκέπασε τον αρχαίο Θέρμο και έφερε την ιστορία των Αιτωλών και πάι στο φως. Ύστερα ήρθε στον Θέρμο ένας άλλος φωτισμενος άνθρωπος και ελληνολάτρης επιστήμονας, ο αρχαιολόγος Κ. Α. Ρωμαίος, που αφιέρωσε είκοσι ολόκληρα χρόνια της ζωής του για να φωτίσει και να λαμπρίνει με το έργο του αυτή την ξεχασμένη ελληνική γωνιά με την μεγάλη ιστορία, τον αρχαίο Θέρμο που τόσο αγάπησε και του οποίου ανέδειξε τη μεγαλοπρεπή εικόνα του, όπως ήταν τα αρχαία χρόνια, σ’όλο του το μεγαλείο. Τον Θέρμο τον οποίο ο Κ. Α. Ρωμαίος είχε κλείσει για πάντα μέσα στην ψυχή του, που τα περισσότερα δημοσιεύματά του σ’αυτόν αναφέρονται και γι’αυτόν ξεχειλίζει η αγάπη του και ο θαυμασμος του, όπως το άρθρο του με τιτλο «Η Αρχαία Αιτωλία και ο Θέρμος», που δημοσιεύθηκε το 1948 σε τοπική εφημερίδατου Μεσολογγίου. Στη συμπυκνωμένη του γραφή καταγράφεται με τρόπο λιτό και συνοπτικό όλο το μεγαλείο της Αιτωλικής Πολιτείας.
Το αναδημοσιεύουμε εις ένδειξη τιμής αντί προλόγου:
«Γιγάντιοι οροφύλακες της Αιτωλίας υψώνονται απέναντι της παραλίας των Πατρών η «τρίκορφη Βαράσοβα», ο τολμηρός κώνος της Κλόκοβας και ανατολικότερα το Ριγάνι της Ναυπάκτου. Όπως συμβαίνει σε όλη τη βόρεια παραλία του Κορινθιακού, τα γυμνά σε βλάστηση, αλλά πλούσια σε πλαστική ομορφιά βουνού, έρχονται πολύ κοντά στη θάλασσα και σαν πελώριοι φράχτες δεν επιτρέπουν ανοίγματα σημαντικά στην ορεινή ενδοχώρα. Μόνο δυτικά κατά το Κρυονέρι ανοίγεται πλατύτερη είσοδος με τη μικρή πεδιάδα, το δέλτα του Ευήνου, όπου το ιερό για τη νέα Ελλάδα Μεσολόγγι και οι πανάρχαιες δόξες, η Καλυδών και η Πλευρών, τα Ελλάδος προσχήματα. Αλλά κι εδώ σύντομα στενεύει την ομαλή έκταση ο Ζυγός, ο Αράκυνθος των παλαιών, γιατί, άλλος αυτός πάλι φράχτης, εκτείνεται παράλληλα με τον Κορινθιακό.
«Γιγάντιοι οροφύλακες της Αιτωλίας υψώνονται απέναντι της παραλίας των Πατρών η «τρίκορφη Βαράσοβα», ο τολμηρός κώνος της Κλόκοβας και ανατολικότερα το Ριγάνι της Ναυπάκτου. Όπως συμβαίνει σε όλη τη βόρεια παραλία του Κορινθιακού, τα γυμνά σε βλάστηση, αλλά πλούσια σε πλαστική ομορφιά βουνού, έρχονται πολύ κοντά στη θάλασσα και σαν πελώριοι φράχτες δεν επιτρέπουν ανοίγματα σημαντικά στην ορεινή ενδοχώρα. Μόνο δυτικά κατά το Κρυονέρι ανοίγεται πλατύτερη είσοδος με τη μικρή πεδιάδα, το δέλτα του Ευήνου, όπου το ιερό για τη νέα Ελλάδα Μεσολόγγι και οι πανάρχαιες δόξες, η Καλυδών και η Πλευρών, τα Ελλάδος προσχήματα. Αλλά κι εδώ σύντομα στενεύει την ομαλή έκταση ο Ζυγός, ο Αράκυνθος των παλαιών, γιατί, άλλος αυτός πάλι φράχτης, εκτείνεται παράλληλα με τον Κορινθιακό.
Με την ιδιαίτερη τούτη γεωλογική διάπλαση εγηγείται το παράδοξο, πώς οι αρχαίοι Αιτωλοί, λαός μαχητικότατος και γνήσια ελληνικός, δεν συμμετέχουν στην πυρετώδη δραστηριότητα των άλλων Ελλήνων κατά τους παλαιότερους αιώνες. Όπως οι Μακεδόνες για την απόσταση, έτσι και οι Αιτωλοί, κλεισμένοι στα βουνά τους και χωρίς συχνή επικοινωνία, έμειναν παράμερα και έξω από το στίβο της μεγάλης δράσεως.
Μόνο κατά τον 4ο αιώνα και μάλιστα τον 3ο, όταν πρωταγωνίστησαν στην απώθηση των Γαλατών (279 π.Χ.), παίρνουν προέχουσα θέση στην ελληνική ιστορία. Για τον ίδιο λόγο και ο Θέρμιος, το θρησκευτικό τούτο και πολιτικό κέντρο των Αιτωλών, δεν είχε κατά την αρχαιότητα την πρέπουσα φήμη και μόνο οι νεότερες ανασκαφικές έρευνες του απέδωσαν όλη του τη σπουδαιότητα.
Τοπογραφικώς ο Θέρμιος είναι το κεντρικότερο και ασφαλέστερο σημείο της Αιτωλίας. Σωστή ακρόπολις και σύνδεσμος ανάμεσα στη δύσβατη, γεμάτη χαράδρες και ατέλειωτες βουνοκορφές χώρα και την πλατιά έκταση πάνω από τις λίμνες, την Τριχωνίδα και την Λυσιμαχεία. Για να εκτιμήσει ο ταξιδιώτης τη θέση του, ας στοχαστεί ξεκινώντας από το Αγρίνιο, ότι βρίσκεται ακριβώς στην γωνία που σχηματίζουν οι εκτεταμένες αριστερά οροσειρές με τον δυτικά κατευθυνόμενο Ζυγό. Στο δρόμο έχει να θαυμάσει πολλές άγρια μεγαλόπρεπες και αρρενωπές φυσικές καλλονές. Σε λίγο θα διακρίνει αριστερά την απίθανη τεράστια πυραμίδα του Βλοχού, τρεις και τέσσερις φορές ψηλότερη από την Ακρόπολη, στο βάθος μακριά το σταχτερό Πλοκοπάρι, έπειτα την αγέρωχη μενεξεδένια Κυρα-Βγένα και πίσω, κάπως κρυμμένο, το μαυριδερό με τα έλατά του Αραποκέφαλο. Προς το νότο οι λίμνες φωτίζουν γοητευτικά τον αέρα με την ανταύγεια τους και τονίζουν το μαλακό περίγραμμα στον δασώδη και σκοτεινό Αράκυνθο.
Μετά δίωρη πορεία τα βουνά πλησιάζουν πολύ τη λίμνη και σχηματίζεται είδος ύλης, που τη φύλαξή της οι αρχαίοι φρόντισαν με το τείχος της Παραβόλας. Πέρα από τη φυσική πύλη, η ανάβαση προς Γορίτσα – δυσκολότατη και επικίνδυνη για τους εισβολείς, όπως τούτο διδάχτηκαν οι Γερμανοί με τη σχετική συντριβή τους το 1943 – παρέχει διαρκώς νέα θεάματα στη λίμνη κάτω, τις εξαιρετικά καλλιεργημένες μικρές παρυφές και τα πολύμορφα υψώματα. Περνώντας, τέλος, πολλές σκιερές ρεματιές με άφθονα νερά και πλούσια βλάστηση φθάνουμε στο Κεφαλόβρυσο. Αλλά πόσο φριχτή εντύπωση! Η άλλοτε ανθηρότατη κωμόπολη, έργο θαυμαστό της τελευταίας εκαντοταετίας, μια θλιβερή τώρα Πομπηία. Το έκαψαν εξ ολοκλήρου οι βάρβαροι του Βορρά, τουφέκισαν με κτηνώδεις καγχασμούς δύο απλοϊκούς χωρικούς κοντά στο κεφαλάρι και τα περίφημα πλατάνια, και ένας ανώτερος αξιωματικός δεν απηξίωσε να λεηλατήσει το Μουσείο, παίρνοντας για ενθύμια τέσσερα χάλκινα αγαλματάκια, για να στολίσει το άντρο του στην πολιτισμένη του πατρίδα! Συμφορές, που όμως δυναμώνουν και ανεβάζουν την ανίκητη ελληνική ψυχή.
Ένα τέταρτο της ώρας δυτικά και στην ανατολική άκρη, ευφρόσυνου στη θέα καταπράσινου οροπεδίου, βρίσονται τα «Αρχαία», ο χώρος δηλαδή των ανασκαφών με τα ερείπια και το Μουσείο. Θέρμος ονομάστηκε ο τόπος όχι από τίποτε θερμά γειτονικά λουτρά, αλλ” από το επίθετο του Απόλλωνος ως Θερμίου, που κατ’εξοχήν εκεί λατρευόταν. Θέρμιος και αλλού Θερμώδων, Θερμαίος στην Κρήτη, Πύρρος στους Δελφούς, εσήμαινε το θεό, που με την θερμότητα και το πυρ της ανώτερης ζωής λυτρώνει τον άνθρωπο. Ο μεγαλύτερος από τους τρεις ναούς ανήκε στον Θέρμιον και ο ανατολικότερος στον Απόλλωνα Λύσειον, επώνυμον του λυτρωτή από τη δυστυχία. Παρόμοια είναι και τα επίθετα του Διονύσου: Βάκχιος, ο ενθουσιαστικός και Λύσιος ή Λυαίος, ο απελευθερωτικός.
Ο για πρώτη φορά επισκεπτόμενος τον Θέρμον είναι αδύνατο να μη δοκιμάσει κάποια απογοήτευση, όταν μάλιστα έχει ήδη θαυμάσει τα μεγαλειώδη ερείπια των Δελφώνή της Ολυμπίας, των Μυκηνών ή της Επιδαύρου. Εδώ θα ιδεί μόνο στο χώρο των ναών ασήμαντες και ελάχιστα εντυπωσιακές λιθοσειρές και λείψανα τοίχων ή κιόνων, που λίγο εξέχουν πάνωαπό το έδαφος. Αλλ” όμως, αν πειθαρχίσει σε κάποια οδηγία, γραπτή ή προφορική, σύντομα θα εννοήσει, γιατί σε κάθε εγχειρίδιο ή οδηγό ποτέ δεν παραλείπουν να αναφέρουν τα σεβάσμια και σημαντικά για την ιστορία της ελληνικής αρχιτεκτονικής λείψανα του αρχαϊκού ναού του Απόλλωνος.
Η κάτοψη του ναού, μήκος 38 μ., πλάτος 12, είναι αρκετά διατηρημένη και η διάταξη στις κιονοστοιχίες ειναι εξσφαλισμένη. Από την ανωδομή φυσικό ήταν να μην έχει διασωθεί τίποτε, επειδή ήταν ξύλινηκαι οι τοίχοι πλινθόκτιστοι, αλλά την έλειψη αυτη αναπληρώνει με το θαυμασιότερο τρόπο το μεγάλο πλήθος των οπτών πηλίνων ευρημάτων. Πολλές ζωγραφιστές μετόπες με μυθολογικές παραστάσεις, που αποδίδουν έργα της μεγάλης ζωγραφικής, κεραμίδια όλων των μορφών, ο πλούσιος διάκοσμος από κεφάλια, γλυπτά ή ολόγλυφα, επιτρέπουν σε μεγάλη προσέγγιση τη γραφική αναπαράσταση του ναού. Τίποτε δεν γνωρίζουμε για τον καλλιτέχνη και το συνεργείο του, αλλά βέβαιο είναι, ότι ήταν γύρω στα 640 π.Χ. ένα ασύγκριτα επιβλητικό αρχιτεκτονικό έργο με πλουσιότατο και ποικιλόχρωμο στολισμό. Το ίδιο συμβαίνει και για τους άλλους λίγο νεότερους και μικρότερους ναούς.
Γύρω από τους ναούς και σε μεγαλύτερο βάθος χτισμένα υπάρχουν αρκετά προϊστορικά οικήματα (1300 π.Χ. και κάτω), αψιδωτά ή τετράπλευρα. Τα αψιδωτά είναι τα τελειότερα στο είδος τους απ” οσα βρέθηκαν κατά την προϊστορική εποχή και μερικά είναι σημαντικά καλλιτεχνικά έργα. Ας προσέξουμε π.χ. το αψιδωτό βορειοδυτικά του μεγάλου ναού, 21 μέτρα μήκος, με το θαυμαστό περίγραμμα, όπου η αμίμητα λεπτή καμπύλη των τοίχων καταλήγει ανεπαίσθητα στην αναγκαία ευθυγράμμιση. Ένα μεγαλύτερο παρόμοιο κτίσμα με αψιδωτή γύρω κιονοστοιχία, εποχής 1000 π.Χ., υπήρχεκάτω από το μεγάλο ναό και είναι σημαντικότατο, γιατί με την μορφολογία του και τα σχετικά αναθήματα είναι μεταβατικό μέλος στην αρχιτεκτονική σειρά μεταξύ της παλαιάς κατοικίας των βασιλέων και του κατοπινού ελληνικού ναού.
Το Μουσείο έχει δύο μόνο στεγσμένους χώρους, τη μοναδική μεγάλη αίθουσα και το υπόστεγο των επιγραφών. Ο επισκέπτης δε θα αντικρίσει κανένα μαρμάρινο άγαλμα, ούτε καν σύντριμμα, αλλά καταπληκτικό πλούτο σε πήλινα πράγματα. Εδώ υπάρχει η πλουσιότερη απ” όλα τα μουσεία συλλογή σε κεραμίδια και πήλινα αρχιτεκτονικά. Ο μη ειδικός αδύνατο είναι μέσα στην απειρία των συντριμάτων να εννοήσει τη σημασία της συλλογής,όταν και ο ειδικος θα χρειασθεί δύο έως τρεις βδομάδες μελέτης για να συλλάβει μόλις το νόημα. Καθένας όμως, αφού απορήσει γιατί οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν τόσο μεγάλα, χοντρά και βαριά κεραμίδια, θα πεισθεί κατόπιν, ότι ουσιωδης αισθητική ανάγκη επέβαλλε έργα τόσο διαφορετικά με τις αντιλήψεις της εποχής μς, της πρακτικής και βιομηχανικής. Οι παλαιοί απέδιδαν μεγάλη σημασία στη στέγη και την κεράμωση και τις εφρόντιζαν όσο και την πρόσοψη των ναών. Στο αρχιτεκτονικό σύνολο έπρεπε όλα, και τα μη εύκολα ορατά μέρη, να έχουν την ίδια επιβολή και αδρότητα. Τα αρτιότερα διατηρημένα κεφάλια, όπως και οι μετόπες του μεγάλου ναού, έχουν μεταφερερθεί στην Αθήνα, αλλά και εδώ έμειναν αρκετά, και μάλιστα οι γύψινες και χρωματισμένες κατά προσέγγιση αναπαστάσεις ευκολύνουν την κατανόηση. Λεοντοκεφαλές, Σιληνοί, κεφάλια ανδρών και γυναικεία, μεγάλα ανθέμια, σε σειρές συνεχείς, εχρησίμευσαν για την εκροή των νερών της βροχής, την έξαρση και το στολισμο των γείσων της κορυφαίας. Αξιόλογο γλυπτό που εικονίει Σφίγγαμε μικρή και θαυμαστή κίνηση, ήταν ακρωτήριο του ναού σε νεότερη εποχή. Ο ενδιαφερόμενος έχει ακόμα να προσέξει την αξιόλογη συλλογή αγγείων από προϊστορικά κτίσματα και το πλήθος των πηλίνων αφιερωμάτων από ένα αγροτικό ιερό της γειτονικής Χρυσοβίτσας.
Σχετικά με την ιστορία του Θέρμου δεν έχουμε από την αρχαιότητα πολλές ειδήσεις παρά μόνο την εκτενή αφήγηση του Πολυβίου για την καταστροφή του από το Φίλιππο τον Ε” της Μακεδονίας, ο οποίος επυρπόλησε το 218 π.Χ. τους ναούς και τις στοές, ανέτρεψε 2.000 χάλκινα αγάλματα και πήρε 15.000 πανοπλίες. Ο αριθμός 2.000 φαίνεται υπερβολικός, αλλ” εξάπαντος βεβαιώνει ότι, όπως συνέβαινε σε όλα τα μεγάλα ιερά, και στον Θέρμο θα έβλεπε κανείς το απίστευτο για όλες τις νεότερες εποχές θέαμα,εκτός από τους κυκλοφορούντες ζωντανούς Αιτωλούς, έναν άλλο χάλκινο πληθυσμό από ανδιάντες, τέθριππα, ιππείς, που θα ζωήρευε καταπληκτικά τον τόπο. Μας βοηθούν κάπως στην αναπαράσταση τα πολυάριθμα βάθρα και εξέδρες που βρέθηκανμεταξύ τριών μεγάλων στοών, διαταγμένων σύμφωνα με ενιαίο οικοδομικό πρόγραμμα, με κέντρο ένα τετραγωνικό μεγάλο κτίσμα, πλευράς 20 μέτρων, που πρέπει να ήταν το εκκλησιαστήριο του Κοινού των Αιτωλών.
Γνωρίζουμε ότι κάθε φθινόπωρο γινόταν η μεγάλη πανήγυρις των Θερμικών και σύνοδος των αντιπροσώπων, ενώ τα Παναιτωλικά γίνονταν την άνοιξη σε διαφορετικό κάθε φορά τόπο. Δεν έχουν εξερευνηθεί όμως όλες οι στοές και το εκκλησιαστήριο, όπου έγιναν δραματικές συζητήσεις τον καιρότου εθνικού κινδύνου εκ μερους της Ρώμης. Όταν κάποτε κατορθωθεί να αποκαλυφθούν επαρκώς τα πολύτιμα ιστορικά ιδρύματα, ο αρχαιολογικός χώρος του Θέρμου θα αποβεί στην Ελλάδα μοναδικός».
πηγή: Αρχαίος Θέρμος «Τα εκατόχρονα των ανασκαφών του (1898-1998)»
Μνήμη των αρχαιολόγων Γ. Σωτηριάδη και Κ. Ρωμαίου
Μνήμη των αρχαιολόγων Γ. Σωτηριάδη και Κ. Ρωμαίου
to-thermo-simera.pblogs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου