Τρίτη 24 Μαρτίου 2020

H Kοινωνικο-οικονομική κατάσταση της Αιτωλοακαρνανίας στη διάρκεια της Επαναστάσεως του 1821

                                                                                                                         Δρ Ιωάννης Γ. Νεραντζής

Αποτέλεσμα εικόνας για ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1821 ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ


 Εξαρχής του Αγώνος του 1821, σχετικά με τη διοικητική διαίρεση της επαναστατημένης Ελλαδικής χώρας, επιβάλλεται και επικρατεί πλέον ο όρος «επαρχία»,[1] ενώ συγχρόνως διαλύονται τα «αρματολίκια» και τα «καπιτανάτα», με Προκήρυξη της προσωρινής "Διοικήσεως Δυτικής Χέρσου Ελλάδος",[2] «εκ του δημοσίου Παλατίου κατά την 22 του Φεβρουαρίου 1822 εν Βραχωρίω». Αντιγράφω την Προκήρυξη αυτή εκ του Αρχείου τού ρουμελιώτη καπετάνο του 1821 Ανδρίτσου Σαφάκα, δημοσιευμένο από τον Δημ. Λουκόπουλο[3] το 1931:

[ Προκήρυξις  προσωρινής  Διοικήσεως  Δυτ.  Χέρσου  Ελλάδος ].
                Διοίκησις προσωρινή
Π ρ ο κ ή ρ υ ξ ι ς
                                Κάτοικοι της Δυτικής Ελλάδος.
                Η εν Βραχωρίω συγκροτηθείσα Συνέλευσις πάντων των αρχηγών των αρμάτων και των προυχόντων της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος διά μέσου των ενυπογράφων και ενσφραγίστων πρακτικών αυτής εδιώρησεν περί του στρατιωτικού διατάγματος την διάλυσιν των αρματωλικίων και καπετανάτων και έκαμεν εκλογήν αξιωμάτων εις τα ακόλουθα υποκείμενα.
   Ο Κύριος  Γεωργάκης  Νικολού[4]    εκλέχθη   στρατηγός   της  Δυτικής  Ελλάδος
   Ο     »        Ανδρέας Καραϊσκου                         χιλίαρχος       »         »               »
   Ο     »        Δημήτριος  Μακρής                               »                »         »               »
   Ο     »        Αλέξιος  Βλαχόπουλος                          »                »         »               »
   Ο     »        Γεώργιος  Τζόγκας                                 »                »         »               »
   Ο     »        Κώνστας  Σαδήμας                                »                »         »               »
   Ο     »        Γιαννάκης  Γιολδάσης                           »                »         »               »
   Ο     »        Ιωάννης  Αραπογιάννης                         »                »         »               »
   Ο     »        Σωτήρης  Γκοτζαμάνης                          »                »         »               »
   Ο     »        Ανδρίτζος  Σαφάκας                               »                »         »               »
   Ο     »        Ανδρέας  Ζαγκανάς                                 »                »         »               »
   Ο     »        Γιαννάκης  Ράγκος                                  »                »         »               »
   Ο     »        Γεώργιος  Καραϊσκάκης                         »                »         »               »
   Ο     »        Θεοδωράκης  Γρίβας                              »                »         »               »
   Ο     »        Χρίστος  Παλάσκας                                »                »        »               »
   Ο     »        Ανδρέας  Γριβόπουλος                           »                »         »               »
   Ο     »        Γεωργάκης  Βαλτινός                             »                »         »               »
   Ο     »        Σωτήρης  Γιώτης[5]                                   »                »         »               »
   Ο     »        Κώστας  Χορμόβας                                »                »         »               »

Ως αρχηγούς λοιπόν των τοιούτων εντίμων αξιωμάτων πρέπει να τους εγνωρίση καθένας και οι στρατευμένοι χρεωστούν να προσφέρωσι την προσήκουσαν υποταγήν.
                Εκ του δημοσίου Παλατίου κατά την 22 Φεβρουαρίου 1822 εν Βραχωρίω.
                                Κατά  επιταγήν της Γερουσίας
                                                Ο  Αρχιγραμματεύς
                                                    Ν.  Λουριώτης
                                Τ.[ίθεται]   Σ.[φραγίς]
                (1821  Γερουσία  της  Δυτικής  Χέρσου  Ελλάδος)

   Στη βάση αυτή, η «Δυτική χέρσος Ελλάς», (με κύριο γεωγραφικό κορμό τον σημερινό νομό Αιτωλίας & Ακαρνανίας και έδρα το Βραχώρι [Αγρίνιο] μέχρι το κάψιμό του, ή τέλος Οκτωβρίου ή αρχές Νοεμβρίου του 1822, διαχωρίστηκε σε δώδεκα επαρχίες που διοικούνταν από «Διευθυντές».[6] Μία από αυτές ήταν και η «Επαρχία Αιτωλίας»: Ετσι ακριβώς αναφέρεται σε αίτηση των Διευθυντών της Επαρχίας Αιτωλίας προς το Υπουργείο των Εσωτερικών για αποστολή στρατιωτικής και άλλης βοήθειας στη Δυτική Στερεά Ελλάδα:
«… Σήμερον ελάβομεν γραφήν παρά του χιλιάρχου Γιαννάκη Γιολδάση, Καρπενησίου, αντίγραφον της οποίας εσωκλείομεν ίνα γνώτε τα πολεμικά των εχθρών κινήματα εκ μέρους της Λαρίσης και επομένως ληφθώσιν τα αναγκαία μέτρα προς επιτάχυνσιν της αποστολής εις τα ενταύθα στρατιωτικής δυνάμεως, τροφών, κανονίων, σφαιρών, πυρίτιδος, μολύβδου και πετρών διά τουφέκια πριν ή αποκλεισθώμεν κατά τέ γήν και θάλασσαν …  Εν Μεσολογγίω την 1  Ιουνίου  1823.  Οι Διευθυνταί της Επαρχίας Αιτωλίας».[7]
   Δερβέναγας στο Απόκουρο «Επαρχίας Αιτωλίας», διορισμένος από τον Αλήπασα των Ιωαννίνων, ήταν το 1821 ο αρβανίτης Ταχήρ Παπούλιας που γυρίζοντας στα χωριά στα τελευταία του χρόνια μας άφηκε το όνομά του γραμμένο σε μια βρύση της Ζελίστας.[8] ΄Αμα κατάλαβε τα επαναστατικά προεόρτια ο ντερβέναγας Ταχήρ Παπούλιας, τράβηξε για το Βραχώρι (/Αγρίνιο) γυρεύοντας προστασία στον στρατιωτικό διοικητή του Βραχωριού Τουρκαλβανό Νούρκα Σέρβανη και στον πολιτικό διοικητή Αλάμπεη (Αλή-Μπέη).[9]
  Αρματολός/καπιτάνος Αποκούρου απ’ το 1818 ήταν ο Κ. Σ(ι)αδήμας[10] απ’ το χωριό Αργυρό-πηγάδι (Γκερτοβό). Τον Μάη στα 1821 επαναστάτησε το Βραχώρι κι όλη η Αιτωλία και Ακαρνανία. Τη σημαία στ’ Απόκουρο τη σήκωσε ο καπετάν-Σ(ι)αδήμας. Την 27 και 28 του μήνα όλων των επαρχιών τα καπετανάτα είχαν περιζώσει τους Τούρκους του Βραχωριού. Πεντακόσιοι Αποκουρήτες με τον καπετάνο τους Κ. Σ(ι)αδήμα κατέβηκαν στο Ντογρί κι ανταμώθηκαν και με τον Γρίβα που γύριζε με 200 Ξηρομερίτες από την ‘‘Ανατολική Ρούμελη’’.»[11].
   Εις τα Πρακτικά του Βουλευτικού της Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος, εις την Συνέλευσιν της 2 Ιουνίου 1823, «έτι εγένετο λόγος περί επαρχίας και επάρχου Αποκόρου, και ομοφώνως ενεκρίθη ο κ. Γ.[εωργάκης] Κώνστα Βελής, εφ’ ω και εγένετο προβούλευμα υπ’ αρ. 87 υπό την υπογραφήν του β’ Γραμματέως»[12]. Συνακόλουθα, εις την Συνέλευσιν του Βουλευτικού της Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος, της 6 Ιουνίου 1823, αποφασίζεται και διορίζεται «έπαρχος Μεσολογγίου, Αιτωλίας και Ακαρνανίας» ο Κωνσταντίνος Μεταξάς.[13] Μάλιστα, «εν τηι συνελεύσει του Βουλευτικού, τηι 3 Οκτωβρίου [1823], ανεγνώσθη γράμμα του κ. Μεταξά, επάρχου Αιτωλίας, από 21 Σεπτεμβρίου [1823], εν ώι αναφέρει την αθλίαν κατάστασιν του Μεσολογγίου και τον αποκλεισμόν αυτού διά θαλάσσης από 12 πλοία εχθρικά και διά ξηράς από είκοσι περίπου χιλιάδας εχθρών, και ζητεί επιμόνως να φθάσωσι πλοία Ελληνικά, ότι άλλως άφευκτος ο όλεθρος του Μεσολογγίου». (ό.π., σ. 169). Εις την αυτήν συνέλευσιν της 6 Ιουνίου 1823, «ανεγνώσθη είτα γράμμα του Αναγνώστου Ζορογιαννοπούλου, τηι 27 Μαΐου σημειωμένον, γνωστοποιούντος τον όλεθρον των Αγράφων και τον μέγα κίνδυνον εις τον οποίον ευρίσκεται η Στερεά Ελλάς, και την ανάγκην στρατευμάτων και τροφών οπύ έχουσι εκείνα τα μέρη· μετά την ανάγνωσιν εστάλη εις το Εκτελεστικόν. Έτι ανεγνώσθησαν γράμματα του στρατηγού Μάρκου Μπότζαρη από κθ΄ Μαΐου προς την Διοίκησιν, προς τον Κολοκοτρώνην, προς τον Ζαΐμην, προς τον Μαυροκορδάτον, εις τα οποία φανερώνει τον επαπειλούμενον μέγα κίνδυνον εις την Δυτικήν Ελλάδα διά της ξηράς και θαλάσσης, την έλλειψιν τροφών και πολεμοφοδίων, και επικαλείται βοήθειαν των πελοποννησιακών στρατευμάτων, τροφών και πολεμοφοδίων. μετά την ανάγνωσιν εστάλησαν άπαντα προς το Εκτελεστικόν». (ό.π., σ. 62).  
   Για τους επαναστατημένους «ατάκτους»  από μερών Αιτωλίας και Ακαρνανίας που εξεστράτευσαν το 1822 στο Πέτα κάνει μνεία ο φιλέλληνας Πρώσσος υπολοχαγός, Adolf von Lubtow[14] που σκοτώθηκε στην ‘‘΄Εξοδο του Μεσολογγίου’’: Στο χρονικό του, που κυκλοφόρησε το 1823 για τα γεγονότα του 1822, ειδικά για τη νικηφόρα μάχη των Ελλήνων στο Κομπότι στις 22 Ιουνίου 1822, γράφει για τους Αιτωλούς και Ακαρνάνες: «Ακόμα και τα σκοτωμένα άλογα των Τούρκων αξιοποιήθηκαν. Τα έγδαραν οι ΄Ελληνες κι’ έφτιαξαν τσαρούχια με την τριχωτή όψη προς τα έξω»[15].
   Τούτο όμως δεν ισχύει για όλους τους επαναστατημένους Αιτωλούς και Ακαρνάνες. Σε «προβούλευμα του Βουλευτικού Σώματος της Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος, υπ’  αρ. 490, τηι 22 Νοεμβρίου 1823, εν Άργει»[16], διαβάζουμε:
«Αριθ. 490.
Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος
Το Βουλευτικόν Σώμα
Προς τον Έπαρχον Ακαρνανίας και Αιτωλίας και προς τους επιστάτας και δημογέροντας της επαρχίας Βάλτου χαίρειν.
Επειδή και ο σταλείς παραστάτης της επαρχίας σας Βάλτου κύριος Πάνος Ράγκος ήδη από τας αρχάς Αυγούστου απεμακρύνθη του Βουλευτικού Σώματος, μη θελήσας να συνακολουθήση μήτε εις Σαλαμίνα, όπου ενεκρίθη και μετέβη το Βουλευτικόν, ούτε εδώ εις Άργος, ένθα ενδημεί κατά το παρόν, καίτοι πολλάκις προσκληθείς, αλλ’ ευχαριστείτο απανταχού άλλοθεν να διατρίβη πλήν του τόπου όπου το Βουλευτικόν, και τέως προ τινων ημερών κινήσας εκ Ναυπλίου, όπου παρεπιδημούσεν ιδιωτεύων, άνευ της αδείας του Βουλευτικού, ανεχώρησε και έρχεται, ως λέγουσι, αυτόσε, λιποτακτήσας, ούτως ειπείν, του οποίου εδιωρίσθη παρά της πατρίδος του βουλευτικού χώρου. το Βουλευτικόν βιαζόμενον, εδιώρισε, κατά τον οργανικόν Νόμον μας, εννεαμελή επιτροπήν, ίνα κρίνη το έγκλημά του. Όθεν η επαρχία Βάλτου αντ’  εκείνου, μη θελήσαντος μηδέ συνιέντος, ας πέμψη άλλον παραστάτην, εκλελεγμένον κατά τον περί εκλογής νόμον υπ’  αρ. 17. Έρρωσθε
Τηι 22 Νοεμβρίου 1823 εν Άργει
Ο  Επιτροπικώς
Πανούτσος  Νοταράς            Ο  α΄  Γραμματεύς
                                            Ιω.  Σκανδαλίδης».

   Η οικονομική κατάσταση στην οποία βρισκόταν η επαναστατημένη Ελλάδα, και ειδικά η Αιτωλία και Ακαρνανία, το έτος 1823, προκύπτει, έστω και κατά τεκμαρτή προσέγγιση, από τον «[Υποθετικό λογαριασμό εσόδων και εξόδων του έτους 1823]»,[17] τον οποίον υποβάλλει η υπόχρεως Επιτροπή εις την Β΄ Εθνική Συνέλευση του Άστρους, στις 12 Απριλίου 1823:

            [Αριθμ.]  ΛΕ΄  [των Πρακτικών της Β΄ Εθνικής Συνελεύσεως του Άστρους]
                Σεβαστή  Εθνική  Συνέλευσις,
Παρρησιάζομεν εις την σεβαστήν Εθνικήν Συνέλευσιν τον παρ’  ημών ζητηθέντα υποθετικόν  λογαριασμόν των εσόδων και εξόδων του παρόντος έτους [1823], κατά το ψήφισμα του αριθμού ΙS΄ εις τας δ΄ του Απριλίου.
   Διά μεν τα έξοδα, στοχαζόμεθα, ότι πλησιάζομεν εις την αλήθειαν. διά δε τα έσοδα, επειδή καμμίαν πληροφορίαν περί των εθνικών κτημάτων και περί των ιδιοκτησιών δεν έχομεν, δεν εδυνήθημεν να κάμωμεν σκέψιν καμμίαν, αλλ’  υπεχρεώθημεν να λάβωμεν γνώσεις παρά των προυχόντων παραστατών και πληρεξουσίων της εκάστης των επαρχιών της επικρατείας και ν’  απεράσωμεν τόσα, όσα αυτοί επρόβαλαν.
   Η σεβαστή Εθνική Συνέλευσις θέλει παρατηρήσει με λύπην της και θαυμασμόν της, ότι τα έσοδα, ως προς τα έξοδα, δεν είναι το ουδέν.
   Αν οι διορισθησόμενοι εις τας επαρχίας έπαρχοι μεταχειρισθώσιν εις το υπούργημά των πάσαν την απαιτουμένην προσοχήν, δραστηριότητα και επιμέλειαν, δύνανται ν’  αυξήσωσι τα έσοδα. και με την αύξησιν ταύτην, όμως, δεν θέλει εξισάσουν ποτέ με τα έξοδα, χωρίς να ληφθώσιν άλλα μέτρα παρά του έθνους.
                Καλύβια  τηι  ιβ΄  Απριλίου  .αωκγ΄

[ ΥΠΟΘΕΤΙΚΟΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ ΕΣΟΔΩΝ ΚΑΙ ΕΞΟΔΩΝ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 1823 ]

                Σημείωσις των στρατευμάτων, αναγκαίων διά τας πολιορκίας των φρουρίων, διά το εσωτερικόν εις όλην την επικράτειαν της Ελλάδος, διά τε την διαφύλαξιν των φρουρίων και διά την κατά των εχθρών εκστρατείαν

                [Διά  τας  πολιορκίας]
                Εις την πολιορκίαν  Κορώνης   ……………………..   στρατιώται          300       
                                                   Μεθώνης και Νεοκάστρου   ….             »                 500
                                                   Πάτρας   …………………………          »              2.000
                                                   Κορίνθου   ………………………          »                 500
                                                   Κρήτης   …………………………          »            15.000
                                                                                                                        ---------------
                                                                                                                           18.300

                Δ ι ά   τ ο  ε σ ω τ ε ρ ι κ ό ν

                Εις την Πελοπόννησον και Διοίκησιν   ………………   στρατιώται     2.000
                Εις το Ναύπλιον   ………………………………………            »                700         
                Εις την    Μονεμβασίαν   ………………………………            »                  50         
                Εις όλας τας νήσους του Αιγαίου πελάγους   ……….               »              1.000         
                Εις το φρούριον της Αθήνας   …………………………            »                 500         
                Εις την Ανατολικήν Ελλάδα   …………………………            »                200         
                Εις την Δυτικήν Ελλάδα   ………………………………           »                600         
                Εις την νήσον των Ψαρών   ……………………………            »              1.000         
                                                                                                                          ------------
                                                                                                                             6.050

                Δ ι ά   τ  η ν   ε κ σ τ ρ α τ ε ί α ν

                Εις τα Δερβένια Πελοποννήσου   ……………………..   στρατιώται            500
                Εις  Εύριπον   ……………………………………………           »             2.000         
                Εις  Κάρυστον   …………………………………………            »             1.000         
                Εις  Ναύπακτον   ………………………………………..            »              1.000         
                Εις το φρούριον της Αθήνας   …………………………              »                 500         
                Εις  Ανατολικήν Ελλάδα   ……………………………..             »            14.000         
                Εις  Δυτικήν Ελλάδα   ………………………………….            »              8.000         
                                                                                                                           ------------
                                                                                                                            26.500


                Εις  υπουργούς  άνευ  μισθού   ………………………...           »                     150
                                                                                                        [στρατιώται]     51.000

                Διά  τα  υποθετικά  αναγκαία  έξοδα  της  Ελλάδος :
                Διά  51.000  στρατιώτας, ψωμί τους προς 200 δράμια
      αλεύρι εκάστου κάθε ημέραν, εις ένα μήνα βατζέλια
                       30.000,  προς γρόσια  10  το  βατζέλι   ………………...    γρόσια   300.000
                      κρέας των άνωθεν στρατιωτών, προς  200  δράμια      
                      τού καθενός την ημέραν, εις ένα μήνα οκάδες  765.000,
                      προς  30  παράδες  η  οκά   …………………………….…..     »       573.750
                Διά  51.000  τζαρούχια  εις ένα μήνα, προς γρόσια  1  το
                         ζευγάρι   …………………………………………………..    »         51.000
                Διά  26.000  στρατιώτας,  οι εκστρατεύοντες, μισθός προς
                                     25  γρόσια  τον μήνα   ……………………………    »       662.500
                Διά  18.300  στρατιώτας,  οι πολιορκούντες τα φρούρια, προς
                                     20  γρόσια  τον μήνα   ……………………………… »      366.000
                Διά  6.050  στρατιώτας,  εις το εσωτερικόν της Ελλάδος και
                                     Φυλακάς φρουρίων, προς 15 [γρόσια]  τον 
                     μήνα   ………………………………………………..   »      90.750
                Διά  60  καράβια,  προς 13.000  γρόσια το καθένα τον μήνα,
                                     γρόσια    ………………………………………………       780.000
                                                Τα του πολέμου εφόδια των καραβιών   ……………..  »         400.000
                                                                                                                     ------------------------------
                                                                                                                       γρόσια    1.180.000

                Διά  40.000  στρατιιωτών εφόδια  πολεμικά της ξηράς,
                                      δι’   ένα  μήνα   ……………………………..   γρόσια        400.000
                Έξοδα όλων των υπουργών της Ελλάδος, τον μήνα …                »            500.000
                                                                                                         -----------------------------
                                                                                                           γρόσια    4.124.000
                Τ’  άνωθεν έξοδα διά μήνας 6, πολλαπλασιαζόμενα                                      6
                                                                                                            ------------------------------
                                                                                                             γρόσια       24.744.000
                Εις στρατεύματα να χρησιμεύουν ως μεζίλια,
ήτοι πόστα, μεθ’  όλα των τα έξοδα   ……………                      γρόσια        1.000.000
                                                                                       -----------------------------------
                                                                                               γρόσια       25.744.000
Τ’ άνωθεν έξοδα θ’ ακολουθούν από  α΄  Μαΐου
Έως α΄  Νοεμβρίου, βς άνωθεν.  διά δε τους άλλους
6 μήνας, στοχαζόμεθα ν΄ ακολουθήσουν τα ήμισυ.
                1823  τηι  11  Απριλίου  Καλύβια
                                … … …
ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΑ  ΤΗΣ  ΕΛΛΑΔΟΣ
ΕΘΝΙΚΑ  ΚΑΙ  ΙΔΙΟΚΤΗΤΑ  ΕΝΙΑΥΣΙΑ
… … …
     Εκ  της  Δυτικής  Ελλάδος
Από  Μισολόγγι,  Ανατολικόν  και  Νεοχώρι   ……          γρόσια          300.000
    »    Κάρελι   …………………………………………         »              150.000
    »    Ξηρόμερον  και Βόνιτζα   ……………………...          »              120.000
    »    Ζυγόν  και Βλοχόν   …………………….……...          »                11.000
    »    Απόκορον   …………………….………………..         »                45.000
    »    Κράβαρι   …………………….………………….         »                34.000
    »    Βενέτικον   …………………….…………………        »                20.000
    »    Καρπενήσι   …………………….……………….         »                42.000
    »    Άγραφα   …………………….………………….          »                  7.000
                                                                                      -----------------------------
                                                                                        γρόσια         729.500
… … …

ΕΣΟΔΑ  ΕΛΛΑΔΟΣ  ΧΡΟΝΙΚΑ
…………

                ΔΥΤΙΚΗ  ΕΛΛΑΣ

                                Μεσολόγγι,  Ανατολικόν  και  Νεοχώρι
                Από  εισοδήματα  και  εθνικά,  δουγάνες,  δάτζα,
                         ελαίας,  διβάρια,  λάδια, κρασά,  σταφίδα 
                         και άλλα   ………………………………………..        γρόσια       300.000

                                Κάρελι
                Από  κισιλάδες   ………………………………………             »            150.000

                                Ξηρόμερο  και  Βόνιτζα
                Από  δουγάνες  και  δάτζα   …………………………               »              30.000
                Από  δεκατιά  και  εθνικόν,  γέννημα  κοιλά  1.800
                προς  5   ……………………………………………….             »              90.000
                                                                                                      -------------------------------
                                                                                                      γρόσια           120.000

                                Ζυγός  και  Βλοχός
                Από  λάδι,  δέκατα,  λίτρες  500   …………………..            »                    1.500
                Από  κρασά   …………………………………………            »                  10.000             
                                                                                                      -------------------------------
                                                                                                      γρόσια            11.500

                                Απόκορον
                Από  δέκατον  και  εθνικόν,  σταροκρίθι 
κοιλά  4.500   ………………………………………           γρόσια            27.000
Από  κισιλάδες  χειμωνιάτικους  και
καλοκαιρινούς    ………………………………….                 »                 17.000
Από  δέκατον  λαδίου   ………………………….                  »                      500
Από  κρασιά   ……………………………………..                »                      500
                                                                                     -----------------------------------
                                                                                      γρόσια                  45.000

                Κράβαρι
Από  δέκατον,  γέννημα  κοιλά  2.000   …………            γρόσια            12.000
Από δέκατα  μεταξίων,  οκάδες  400 
προς  30   …………………………………………..              »                 12.000
Από  κισιλάδες  καλοκαιρινούς   ………………..                 »                   5.000
Από  δέκατα,  κρασί φορτώματα  300    …………                »                    5.000
                                                                                      -----------------------------------
                                                                                       γρόσια            34.000

                Βενέτικον
Από  δέκατον  και  εθνικά,  γεννήματα 
κοιλά  2.000   ……………………………………             γρόσια                12.000
Από  κισιλάδες  χειμωνιάτικους  και 
καλοκαιρινούς   …………………………………                  »                      8.000
                                                                                   --------------------------------------
                                                                                             γρόσια                20.000   

                Καρπενήσι
Από  δέκατον  και εθνικά,  γεννήματα 
κοιλά  4.500    …………………………………..                γρόσια              27.000
Από  κισιλάδες  χειμωνιάτικους  και
καλοκαιρινούς   ………………………………...                    »                   10.000
Από  κρασά  και  μέταξα    …………………….                    »                     5.000
                                                                                  --------------------------------------
                                                                                          γρόσια            42.000

                Άγραφα
Από  δέκατον,  λουτζέκια  500  προς  5    ………                 γρόσια               2.500
Από  δέκατον,  κρασί  φορτώματα 
150  προς  30     ……………………………………                 »                    4.500
                                                                                     ------------------------------------
                                                                                       γρόσια                 7.000
                                                                             ------------------------------------------
                                                                             ------------------------------------------
                                                                                              γρόσια   10.240.420

   Το 1824, η «Επανάσταση» παραπαίει μέσα στο γενικό ξεχαρβάλωμα που έφεραν οι διχόνοιες σε Μοριά και Ρούμελη. Ειδικά στην Αιτωλία αφορμή της σύγχυσης και της ταραχής έδωκε το «φιλονικούμενον» καπετανλίκι του Αποκούρου. Έτσι ακριβώς, με τη λέξη «φιλονικούμενον» αναφέρει ο Ν. Κασομούλης[18] το αρματολίκι/ καπετανάτο Αποκούρου, μεταξύ του αρματολού καπετάνου επαρχίας Ζυγού Χριστάκη Μακράκου και του αρματολού καπετάνου επαρχίας Αποκούρου Κ. Σιαδήμα, όταν καταγράφει κατάλογο με τα ονόματα οπλαρχηγών που έλαβαν μέρος στη σύσκεψη του Μεσολογγίου, με τη συμμετοχή και του Γεωργίου Καραϊσκάκη:

«Έως  15  Δεκεμβρίου  1823  είχαν  φθάσει  και  οι  περιμενόμενοι.  Ιδού  οποίοι  ήσαν όλοι,  αρχίζοντας κατ’ επαρχίαν.
            Ρ ο υ μ ε λ ι ώ τ α ι
Γρηγόρης  Λιακατάς                Κλινοβού
Νικόλαος  Στορνάρης             Ασπροποτάμου
Ανδρέας  Ίσκου                        Βάλτου
Γεώργιος  Τζιόγκας                 Βονίτσης & Ξηρομέρου (το Ξηρόμερον χηρεύει)
Δημήτριος  Μακρής                Ζυγού 
Αλεξάκης Βλαχόπουλος
                                                  Βλοχού,  φιλονικούμενος
Χρ.  Στάϊκος                          
Κ.  Σιαδήμας
                                                  Αποκούρου,  φιλονικούμενον         
Χρίστος  Μακράκος
Γ.  Καραϊσκάκης                      Αγράφων,  φιλονικούμενα
Ιω.  Ράγκος  (δεν ήλθεν
Γ.  Πεσλής  (δεν  ήλθεν)         Σοβολάκου
Σπύρος  Λάμπρος                   Πολιτοχωρίων
Γιαννάκης  Γιολδάσης           Καρπενήσι  και  μέρος  Κραβάρεως
Ανδρίτσος Σιαφάκας              Κραβάρεως
Μήτζιος  Κοντογιάννης         Πατρατζικίου
Δήμος  Σκαλτσάς                   Λιδορικίου
Ούτοι όλοι είχαν επαρχίας (Αρματωλικάς) και ενέμοντο τα δίκαια άλλοι παλαιόθεν, και άλλοι νεώτεροι» [19].  

  Ενδιαφέρει να εμείνουμε εις το ότι, το καπετανάτο της επαρχίας Αποκούρου[20] τώρα [= 1824] το κρατούσε ο Ζυγιώτης καπετάνος Χριστάκης Μακράκος: Του το είχε παραχωρήσει η Διοίκηση του Μεσολογγίου. Ο ντόπιος καπετάνος Κ. Σαδήμας, (από το Γκερτοβό), γαμπρός από αδελφή των Γιολδασαίων, το θεωρούσε για προσβολή να καπετανεύει στον τόπο του ξένος με το ‘‘έτσι θέλω’’ τού Μαυροκορδάτου και χωρίς τη δική του θέληση. ΄Εδιωξε λοιπόν τον καπετάνο Χρ. Μακράκο απ’ το καπετανλίκι του Απόκουρου. Το πήρε αυτός, μόνος του και χωρίς τή θέληση τής Διοίκησης. Μα και ο Χρ. Μακράκος είχε τούς δικούς του. Είχε και με το μέρος του τή νομιμότητα, είχε και τόν καπετάνο τού Λιδωρικιού, τόν Σκαλτζά που τόν υποστήριζε. Είχε και όλους τούς φίλους τού Αλέξ. Μαυροκορδάτου. Κατάντησε η υπόθεση να χωριστούν οι καπεταναίοι σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα έτοιμα να πιαστούν. Τί τούς έμελε τούς καπεταναίους πως οι εκστρατείες τής ΄Αρτας και του Επάχτου εματαιώνονταν! Αυτοί κοίταζαν να βγάλουν τα μάτια τους τη στιγμή που ο Τούρκος αυτό ίσια ζητούσε για να κάνει σίγουρα τη δουλειά του.! Σ’ αυτή τη δεινή περίσταση ο καπετάνος Ανδρίτσος Σαφάκας πήρε μεν το μέρος τού Μαυροκορδάτου, αλλά κατάφερε να συμβιβάσει τα πράγματα: Κατάφερε τον Κ. Σιαδήμα να παραιτηθεί από το καπετανλίκι του Αποκούρου. Ο καπετάν Χρ. Μακράκος πήρε το καπετανλίκι του και πάλι. ΄Όλα έγιναν μέλι και γάλα. Ο Σαφάκας «φάνηκε άξιος στρατηγός».[21]
   Σ’ αυτή την εξαθλίωση που επεκράτησε,[22] βρέθηκαν στη δίνη της ειδικά οι κάτοικοι του Αποκούρου, κατά τη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Την περιγράφουν οι ίδιοι με μία αναφορά[23] τους, που στάλθηκε στις 22-1-1826 προς την Τριμελή Διοικούσα Επιτροπή, που διωρίστηκε από την Κυβέρνηση, να συντονίσει τις ενέργειες που απαιτούνταν προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι Τούρκοι που για δεύτερη φορά πολιορκούσαν το Μεσολόγγι:
«Προς την Εξοχωτάτην Επιτροπήν. Με μεγάλη μας απορία και λύπην ερχόμαστε να ειδοποιήσωμεν την εξοχότητά σας τον μέγαν αφανισμόν όπου εγένετο εις την δυστυχισμένην επαρχίαν μας. Τις προάλλες εστείλλαμεν και άλλην μας αναφοράν οπού σας έστειλεν και ο εξοχότατος έπαρχός μας κύρ Σωτήριος και δεν ηδυνήθη ο πεζός να έλθηι. Πόθεν να αρχίσωμεν δεν ηξέρομεν. Ερχόμενος ο κύρ Γεωργάκης Καναβός, ευθύς επήγαμεν τού είπαμεν την δυστυχίαν και φωτιάν οπού μάς έκαμαν οι εχθροί το καλοκαίρι, τα είδεν και οφθαλμοφανός, μας είπεν λόγους παρηγορητικούς, έπειτα μας είπεν ότι εδώ εις την Επαρχίαν μας έχουν να συναχθούν τα στρατεύματα και πάμε κατά πάνω τού εχθρού και επειδή ψωμί δεν έχετε να φέρετε τριακόσια σφαχτά το ανάλογόν σας. Εμείς οι δυστυχείς ευθύς τα εδώσαμεν. Συνάπτονται οι στρατηγοί άρχισαν και έκαμαν ρεμούλια. Πάλιν επήγαμεν και τους παρακαλέσαμεν και τους είπαμεν να τους δώσωμεν χίλια σφαχτά, δεν τα ηθέλησαν αλλά άρχισαν και όποιος να πάρη τα περισσότερα γιδοπρόβατα. Δεν άφησανούτε ένα βόδι και γελάδι, ομοίως έγδησαν όλον τον κόσμον, ούτε υποκάμισο, ούτε καπότα, ούτε από ένα χάλκομα, άφησαν να βράζη μια φτωχή ένα λάχανο. Δεν εστάθη τρόπος να μαλακωθή η ψυχή τους να αφήσουν ούτε μια τρίχα και χώρια την αρπαγήν, αλλά και εσκότωσαν και τρεις Αποκουρίτες, χωρίς να τους πταίουν τίποτας. Τώρα αν απόμεινε στον πάτο κανένα άλογον, τώρα άπλωσαν και τα επήραν. Παρακαλούμεν εξοχοτάτη επιτροπή, τώρα έχουν δύο μήνας, οπού ήλθον τα στρατεύματα, πόσα έφαγαν τέσσαρες χιλιάδες στρατεύματα και έχουν και δεκαπέντε χιλιάδες γιδοπρόβατα γαλάρια όπου αρμαίουν και πήζουν τρία και (δυσανάγνωστη μια λέξη) ίσως και έμεινε κανένας Χριστιανός να τον γδύσουν. Ετούτο το μέγαν κακόν οπού έγινεν εις ετούτην την δύστυχην επαρχίαν Αποκούρου δεν έγινεν απ’αιώνος όχι στο Απόκουρος αλλά σε κανένα μέρος της γης δεν έγινεν. Τί μέγα κακόν εκάμαμεν εμείς οι δυστυχείς Αποκουρίτες; Δεν εστάθημεν εμείς τώρα και πέντε χρόνια και εθρέψαμεν όλο τα στρατεύματα όπου δεν έλειψεν το ορδί από το Απόκουρον; Δεν είναι την σήμερον στο Μεσολόγγι οι περισσότεροι Αποκουρίτες; Δεν είναι ο στρατηγός Σαδήμας; Δεν είναι οι Βουτυρέχοι, οι Ντελιγιανταίοι; Δεν εσκοτώθησαν αυτού οι καλύτεροι και αδιάκοπα πολεμούν και σκοτώνονται και αυτοί και άλλοι όσοι  έμειναν δεν είναι ομού με τον στρατηγόν Καραϊσκάκη; Και πότε έλλειψαν οι Αποκουρίτες από τους πολέμους και δεν ηγωνίσθημεν και εμείς περισσότερον από άλλους; Τί είναιι τούτο το μεγάλο κακό οπού ήλθεν εις εμάς εφέτος; Μήν είμαστε ημείς άλλης θρησκείας και τότες πάλιν είναι φιλανθρωπία. Εμάς πλέον άλλος τρόπος δεν μας έμεινεν παρά να πηδήσωμεν εις το ποτάμι. Με τί να παρηγορηθώμεν; Ψωμί δεν είδαμεν τώρα άλλους έξη μήνας, άλλοι περισσότερον, από ζωντανά δεν άφησαν, χάλκομα ολότελα να βράζωμεν χόρτα. Τί παρηγορίαν να κάμωμεν; Και σάς ορκίζομεν εις τον εν Τριάδι Θεόν ημών να βεβαιώσηται την μεγάλην μας δυστυχίαν εις την υπερτάτην Διοίκησιν και τον θάνατόν μας οπού από την πείναν και από το γδήσιμον οπού έκαμαν του κόσμου, αποθαίνουν καθημερινώς από 50 και από 100. Ετούτα τρέχουν εδώ εις την δυστυχισμένην επαρχίαν και από Θεού μάρτυρα και αγγέλων και ανθρώπων, δεν εβεβαιώθηκε και η εξοχότης σας από πολλά μέρη αλλά γίνεται αδιάφορο μεγάλον κακόν είναι εξοχώτατοι η αδιαφορία και εις τον όρκον οπού σας ορκίζομεν να είσται αν δεν την βάλλεται εις δρόμον. Και με το βαθύτατον σέβας μένομεν. Φύλλον  1826  Ιανουαρίου 22  Απόκουρον. [Υπογραφόμενοι]: Παπανδρέας από Χρυσοβίτσα. Κωσταντής Καραγιάννης. Κωσταντής Νικολόπουλος. Σταρωβαζούρας από Κοσίνα και λοιποί Αποκουρίτες. Παπαθανάσης. Νάσος Πλακωτής. Παγκράτιος από Μυρτώνα. Κωνσταντής Βασιλόπουλος».
   Τα γραφόμενα αυτά των Αποκουρητών, για την εξαθλίωσή τους, έρχεται να συμπληρώσει ο άγγλος εθελοντής Julius Millingen[24], γιατρός στις τελευταίες στιγμές του λόρδου Βύρωνος (Byron) στο Μεσολόγγι, το 1824. Αυτός ο άγγλος γιατρός, Ιούλιος Μιλλιγκένης, όπως ελληνικοποιήθηκε το όνομά του, έγραψε ένα από τα σημαντικότερα χρονικά του ‘‘Εικοσιένα’’.[25] Ο Julius Millingen έμεινε στη δυτική Στερεά έως το τέλος του 1824: αρχικά στο Μεσολόγγι ως γιατρός της ταξιαρχίας του Byron και ύστερα ως αρχίατρος του κεντρικού ελληνικού στρατοπέδου που συγκροτήθηκε στο χωριό Λιγοβίτσι (Ξηρομέρου Ακαρνανίας) για την αντιμετώπιση της νέας τουρκικής εισβολής –τέλη Ιουλίου 1824- υπό τον Ομέρ Βρυώνη. Ο Julius Millingen[26], λοιπόν, σε ένα σχόλιο του σχετικό με αυτή την εισβολή του Ομέρ Βρυώνη στη Δυτική Ελλάδα διά μέσου των στενών του Μακρυνόρους,[27] ένεκα της οποίας αναγκάσθηκε ο Μαυροκορδάτος, με διαταγή του στις 4 Αυγούστου 1824, να κηρύξει επιστράτευση, γράφει χαρακτηριστικά στα Ενθυμήματά του από την Ελλάδα: «Μάταιη [η επιστράτευση]. Τα εννέα δέκατα, προτιμώντας τήν προσωπική τους ασφάλεια κατέφευγαν, άλλοι στο Ανατολικό [Αιτωλικό], στο Μεσολόγγι και στα άφθονα νησιά της λίμνης του Λεσινιού [Ακαρνανίας] και τεμπέλιαζαν στα καφενεία, άλλοι στον κάμπο του Βραχωριού [Αγρινίου] κι’ άλλοι στα Επτάνησα. Οι φτωχότερες τάξεις μετακινιόνταν ομαδικά, με τα νοικοκυριά και τα ζώα τους στα βουνά των Κραβάρων, του Λιδωρικιού και του Απόκουρου[28]»Για να συμπληρώσει ο Κυριάκος Σιμόπουλος[29]: «Τα χωριά της Ρούμελης από Βάλτο μέχρι Βοιωτία είχαν ερημωθεί. Οι κάτοικοι από τα πρώτα χρόνια του ξεσηκωμού αναζήτησαν και οργάνωσαν καταφύγια για την προστασία των γυναικόπαιδων και της κινητής περιουσίας τους. ΄Ηταν οι περίφημες ‘‘αποκλείστρες’’ απόκρημνα «κάρκανα», φυσικά οχυρωμένες τοποθεσίες, απροσπέλαστες από τον εχθρό και απόρθητες, όπου μπορούσαν να εγκατασταθούν χιλιάδες ψυχές.
   Ακόμα πιο ευρύτερα χρησιμοποιήθηκαν οι ‘‘αποκλείστρες’’ στα 1825, όταν ο Κιουταχής με τ’ ασκέρι του πλημμύρισε την Αιτωλία & Ακαρνανία. Αυτή τη φορά ο Κιουταχής κατέβαινε με πολυάριθμο στρατό, κατ’ άλλους είκοσι, κατ’ άλλους πενήντα χιλιάδες. Μα και είκοσι χιλιάδες, πολλοί ήταν. Οι ΄Ελληνες άτακτοι και χωρίς καλό οπλισμό δεν έφταναν τους τρεις χιλιάδες σε όλη την περιοχή. Χώρισε ο Τούρκος πασάς το ασκέρι του σε πέντε "κολώνες". Η πρώτη τράβηξε για τον Κραβασαρά (Αμφιλοχία), η δεύτερη για τη Βόνιτσα, η τρίτη για το Μακρυνόρος, η τέταρτη έπιασε ψηλότερα ακόμα και η πέμπτη, με μπροστάρη τον Κιουταχή, πήρε τον δρόμο για το Μεσολόγγι. Οι δικοί μας δεν μπόρεσαν να αντισταθούν, στον ορμητικόν «ποταμόν», όπως παρομοιάζει ο στρατηγός Σπυρομίλιος (ή Σπύρος Μήλιος 1800-1880) στα Απομνημονεύματά[30] του το ασκέρι του Κιουταχή, που κατέβαινε από την Άρτα. Η περιγραφή του Σπυρομίλιου (1800-1880)[31], στα Απομνημονεύματά του, είναι παραστατική και συνάμα τραγική: «Η εισβολή τόσου πολυαρίθμου εχθρού εικόνιζεν ένα ποταμόν, όστις εκ της πλημμύρας χύνεται από το κρεββάτι του και ορμών αφανίζει ό,τι του παρρησιασθή ομπρός . …Ούτως λοιπόν και οι λαοί της Δυτικής Ελλάδος έντρομοι απέφευγον την πρώτην ορμήν του εχθρού, όστις επροχώρει πανταχόθεν με το πύρ, το σίδερον, την λεηλασίαν και την αιχμαλωσίαν. ΄Οσαι επαρχίαι είχον αποκλείστρας (ούτως ωνομάζοντο θέσεις τινές οχυραί και απόρθητοι, καθώς η του Καρπενησίου, [εννοεί την Αποκλείστρα ανατολικά ακριβώς του Μοναστηριού του Προυσού και ΝΑ. του χωριού Καστανιά, έξι χλμ. από αυτή], και του Βάλτου [= ΒΑ. τμήμα Ακαρνανίας], εις τας οποίας κατέφευγον εις όλας τας εχθρικάς επιδρομάς αι οικογένειαι αυτών των μερών), εις αυτάς, λέγω, κατέφευγον οι άνθρωποι, καθώς και όσαι ήτον πλησιέστερα εις το Ανατολικόν [Αιτωλικόν] και Μεσολόγγιον έτρεχον διά ν’ ασφαλισθώσιν εις ταύτας τας πόλεις. Αλλ’ εν τοσούτω μ’ όλα τα επαπειλούμενα ταύτα κακά, κανένας δεν έλαβεν την ιδέαν να υποκύψη εις τους εχθρούς της πίστεως και της Πατρίδος !  Πλην έβλεπε τινάς τους γέροντας μ’ αργά βήματα ακουμβώντες εις το ρόπαλον να βαδίζουν προς το Μεσολόγγιον. Μητέραι φέρουσαι εις τους ώμους των, ό,τι εδύνοντο εκ της περιουσίας των και εις τας χείρας τα’ ανήλικα βρέφη των, έτρεχον να προφθάσουν το Μεσολόγγιον. Ποιμένες με τα ποίμνιά των έτρεχον προς το Μεσολόγγιον, αλλ΄] οι δυστυχείς μήπως εκεί τα’ ασφάλιζον; Τίνος δεν εσυντρίβετο η ψυχή εις τοιαύτην ελεεινήν θέαν;  Ω πόλεμε, οποίας συνεπείας φέρεις !  Τοιαύτα, ω βασιλείς, είνε τα παρεπόμενα της απεριορίστου αχορτασίας των κατακτήσεων !  ΄Ολοι εν τοσούτω με μίαν ψυχήν, με μίαν απόφασιν επροκρίναμεν ν’ αποθάνωμεν με τα όπλα εις τας χείρας κάλλιον εκδικούμενοι και τον εαυτόν μας και την Πατρίδαν μας, παρά να κλίνωμε τον αυχένα εις τον βάρβαρον κατακτητήν μας, όστις απανθρώπως μας εδούλωνεν επί τόσους αιώνας. Εις κανέν μέρος δεν ήτον ασφάλεια, όλοι είχομεν προσηλώση τας ελπίδας μας εις τους βραχίονάς μας».
   Ο Ανδρέας Ίσκος προσπάθησε κάτι να κάμει και τους χτύπησε στον Βάλτο (ΒΑ. τμήμα της Ακαρνανίας) μα χωρίς αποτέλεσμα. Οι άντρες του τότε έτρεξαν ν’ ασφαλίσουν τις οικογένειές τους στις ‘‘αποκλείστρες’’ (θέσεις εκ φύσεως οχυρωμένες και άπαρτες) ή στα νησάκια κι έτσι η δύναμί του ήταν μικρή και αδύναμη να αντισταθεί σε τέτοιο λεφούσι. Ο Τσόγκας παράτησε το Ξηρόμερο που είχε αναλάβει να φυλάξει, και βρέθηκε στη Γουριά, θέση που κράταγε ο Δημ. Μακρής. Αποφάσισαν τότε, τις πρώτες μέρες του Απριλίου, οι δύο καπεταναίοι να πιάσουν το Μοναστήρι του Λιγοβιτσίου (στην περιοχή ‘‘Ξηρόμερο’’ ΝΔ. Ακαρνανίας) κι εκεί να κοντράρουν τις δυνάμεις του Κιουταχή που κατέβαιναν. ΄Όπως δεν ήταν πληροφορημένοι ούτε για τη δύναμη του εχθρού, ούτε για τον τόπο που βρίσκονταν, σαν πέρασαν το ποτάμι και έφτασαν στην Μποδολοβίτσα έπεσαν πάνω σε ισχυρή Τούρκικη προφυλακή. ΄Επιασαν τον πόλεμο και σιγά-σιγά τραβήχτηκαν πίσω και πέρασαν στο νησάκι του Λεσινίου.[32] «Εν τοσούτω εις το Μεσολόγγιον δεν ήτον απροπαρασκεύαστοι οι ημέτεροι, μάλιστα είχον δυναμωθή και από την επικουρίαν των στρατηγών Γ. Τζιόγκα και Δημ. Μακρή, οίτινες διά θαλάσσης από το Λεσίνι επήγον εις Μεσολόγγιον μ’ όλα τα σώματά των, συμποσούμενα έως επτακοσίων ανθρώπων σχεδόν, και φθάσαντες εκεί εδιωρίσθη αντί του έως τότε αρχηγού φρουράς Κ. Νικολάου Στουρνάρη ο στρατηγός Τζιόγκας, διότι είχεν περισσοτέραν επιρροήν και εχαίρετο παρά πάντων καλλιτέραν υπόληψιν ως προς την ανδρείαν». Αυτά συμπληρώνει ο Σπυρομίλιος[33]. Αλλά ο Ν. Κασομούλης, (Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833)γράφει ότι αρχηγός Φρουράς στο Μεσολόγγι ορίστηκε ο Δημ. Μακρής.  Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο Μακρής ή αν θέλετε ο Τσόγκας, παρεχώρησαν την αρχηγία της Φρουράς στον Νότη Μπότσαρη.[34]
   Πενήντα χιλιάδες Τούρκοι βρίσκονταν τον Απρίλιο του 1825 στη Δυτική Ρούμελη. Από αυτούς οι αρματωμένοι πέρναγαν τις 35.000. Οι υπόλοιποι ήταν βοηθητικοί: σκαφτιάδες, χτίστες, μάγειροι κ.λ. Από τους αρματωμένους Τούρκους, 2.000 έμειναν στο Μακρυνόρος, 3.000 στη Λάσπη, Μαχαλά – Κραβασαρά, 4.000 έξω από το Αιτωλικό, 2.5000 μοιράστηκαν στα Σάλωνα και το Πετροχώρι [περιοχής Αποκούρου Αιτωλίας] και οι υπόλοιποι 20.000, στις 13 Απριλίου 1825, έπιασαν τον κάμπο του Μεσολογγίου.
   Ο άμαχος πληθυσμός κατέφευγε σε μέρη αδύνατον να πατηθούν από το τουρκικό ασκέρι. Ένα από τα κυριότερα τέτοια καταφύγια ήταν -είπαμε- και η Αποκλείστρα κοντά στο χωριό Καστανιά. Είναι περισσότερο γνωστή ως «Αποκλείστρα της Ευρυτανίας».[35] Απείχε η Αποκλείστρα τρίωρη πεζοπορεία από την κειμένη στα δυτικά της  Μονή Προυσού. Την Αποκλείστρα αυτή αναφέρει και ο Julius Millingen στο δικό του Χρονικό. Παρεπιπτόντως, και στα «Ελληνικά Χρονικά» του Μεσολογγίου[36] (φύλλο αρ. 43 της 28 Μαϊου 1824) δημοσιεύεται η ακόλουθη είδηση: «Η Διοίκησις, προνοούσα περί της ασφαλείας των κατοίκων, απεφάσισε να οχυρώση την Αποκλείστραν. Αυτή η επωφελεστάτη θέσις διά τας παρούσας περιστάσεις των Ελλήνων ευρίσκεται μεταξύ των τριών επαρχιών Αποκούρου, Κραβάρου και Καρπενησίου . περικυκλούται από βράχους αβάτους, έχει ευρυχωροτάτην έκτασιν χωρούσαν πέντε χιλιάδες οικογενείας και έτι προς, νερά ικανά διά κατασκευήν μύλων, και μίαν μόνην είσοδον. Μία αποθήκη διά τροφάς, έν[α] μικρόν φρούριον εις την είσοδον, και είς [= ένας] μύλος την αποκαθιστώσιν απόρθητον και ικανήν να ανθέξη εις πολυχρόνιον πολιορκίαν χωρίς παραμικράν ενόχλησιν, ενώ μάλιστα εις τας εμπεριεχομένας κοιλάδας ημπορούν να τρέφονται και ικανά αγελαία ζώα».
   Τα ίδια βάσανα τραβάνε, όμως, οι μαχητές της Αιτωλίας και από τους ίδιους τους ΄Ελληνες: Ο Ανδρέας Ζαγκανάς (πέθανε το 1856), παλιός αρματολός της περιοχής Ναυπάκτου (Βενέτικου), είχε τοποθετηθεί από τη Διοίκηση της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος επικεφαλής των αρμάτων της επαρχίας Απόκουρου. Με συστάσεις ίσως του ιρλανδού Edward Blaquiere[37] στην Κυβέρνηση έγινε ταξίαρχος. Βάναυσος και αρπαχτικός ανάγκασε την Κυβέρνηση να καταφύγει στη βία χρησιμοποιώντας εναντίον του τον Δήμο Τσέλιο. Και τούτο γιατί απέβη ο τύραννος της Αιτωλίας, όπως φαίνεται από μια δραματική αναφορά κατοίκων στον Μαυροκορδάτο, στις 24 Δεκεμβρίου 1824: «…ανεφέραμεν τα μεγάλα κακά και τους φόβους και αρπαξίματα οπού τραβούμε από τον καπετάν Ζαγκανά… τον τόπον μας δεν τον έχουμε να μεταπάμε ποτέ πίσω διά να κατοικήσωμε . αλλά κρυμμένοι περιπατούμε… ότι μας σηκώνει τη ζωή αν μπορέση, όπως έκανε με τον καλόγηρο του Δαμανού… το καλαμπόκι του το ζάπωσε, το κρασί του το ρεμπέλεψε, το βιός του το πήρε και αυτόν τον σκότωσε και το βιός του το έχει… και τους γύρευε κρασόρακα και σφαχτά… να μας λείψη αυτός ο τύραννος… ότι αν δεν λείψη αυτός να μας αποφασίση εμάς η Διοίκησις τους κατοίκους σε άλλον τόπο να πάμε να ζήσωμε και αν δεν είναι δυνατόν, εκλαμπρότατε, να γλυτώσωμεν από την τυραννίαν του και από το σπαθί του και θα του γένωμεν σκλάβοι τώρα εις το Ρωμέϊκο… » (Ιστορικόν Αρχείον Αλέξ. Μαυροκορδάτου, τεύχος IV, σ. 1071)[38]. Και από άλλη αναφορά: «… αλλέως η φτώχεια θα πάγη να πέση στο πέλαγο, ότι [από] τό’να μέρος τους πήραν οι Τούρκοι το βιό και [από] το άλλο τους κυνηγά ο Ζαγκανάς να τους πάρει ομολογία» (Ιστορικόν Αρχείον Αλέξ. Μαυροκορδάτου, τεύχος IV, σ. 1072)[39].
  Η άλλη όψη της Επανάστασης, λοιπόν, έχει να κάνει όχι μόνο με τη φθίνουσα πορεία του Αγώνα των Ελλήνων μετά το 1824, αλλά και με τον «εσωτερικόν αγώνα», με τη φαγωμάρα, δηλαδή, και με την άγρια εκμετάλλευση του λαού από τους στρατιωτικούς και πολιτικούς ηγήτορες σε Ρούμελη και Μοριά, καθώς και από τα στρατιωτικά σώματα της ξεσπιτωμένης λιαπουριάς, των ξένων ατάκτων, [δηλ. έλληνες στρατιώτες ξενοτοπίτες και όχι ντόπιοι], που αλώνιζαν την πεδιάδα του Βραχωριού.[40]
   «Στη Δυτική Ελλάδα, -σημειώνει ο Γιάννης Βλαχογιάννης[41]ο Καρβασαράς [= Αμφιλοχία] έμεινε πάντα Τούρκικος, το Βραχώρι είχε καή από την αρχή [δηλ. το 1822], ξανακατοικήθηκε και πάλι, χαλάστηκε στα 1824, μα και χωρίς αυτά τα κακά η θέση του ήταν ανοιχτή στις εισβολές τών Τούρκων, και με κανέναν τρόπο δε μπορούσε να είναι σταθερό καταφύγιο και μόνιμη κάπως διαμονή τής ξεσπιτωμένης λιαπουριάς. Δεν έμενε παρά ο «θύλακος» αυτός [= το Μεσολόγγι] ο φυσικός, ή ο πάτος τής μακρουλής λεκάνης, που σχηματίζει η ΑιτωλοΑκαρνανία από τον Καρβασαρά ίσα με το Κρυονέρι».  
   Αυτή την κατάσταση που δημιουργήθηκε στη Δυτική Στερεά ύστερα από την εισβολή του Ομέρ Βρυώνη στην Αιτωλία & Ακαρνανία, το 1824, την εξεικονίζει ανάγλυφα και μια ‘‘αναφορά’’ προς το Εκτελεστικόν από το Μεσολόγγι (5 Αυγούστου 1824): «΄Ολη η Δυτική Ελλάς ευρίσκεται ήδη εις κίνησιν, επειδή τα τμήματα του Καρπενησίου και των Κραβάρων και Αποκούρου έχουν επάνω των το βάρος του σώματος του Δερβίς πασά και κρατούν τα ανατολικοβόρεια σύνορα, η δε Ακαρνανία όλη είναι προσηλωμένη εναντίον του Ομέρ πασά του οποίου το στρατόπεδον ευρίσκεται μέσον εις αυτήν … ΄Ολη η κατά μήκος εκτεινομένη πεδιάς από Κραβασαράν έως εις Δογρί, εις Απόκουρον ερημούται εξ ανάγκης και από τους κατοίκους και από ζώα και από παν τρόφιμον είδος, διότι είναι εις την διάθεσιν του ιππικού του εχθρού …» (Ιστορικόν Αρχείον Αλέξ. Μαυροκορδάτου, τεύχος 4ο, σ. 727)[42]
  Στα 1825, λοιπόν, ήταν πολύ κρίσιμη η κατάσταση στην Αιτωλία & Ακαρνανία, που την κατέκλυζαν τα στρατεύματα των πασάδων Ταηραμπάζ, Πλιάσα, Σούλτσε Κόρτσα και Μπανούση Σέρβανη, μιας και από τις 14, 15 Απριλίου 1825 άρχισε ουσιαστικά η δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου.
   Αυτός ο άμεσος κίνδυνος που επαπειλούσε βέβαια και ολόκληρη τη Στερεά, αλλά και η διαφωνία με την πολιτική που ασκούσαν ο ραδιούργος Ι. Κωλέττης, ο άλλος ραδιούργος Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και οι άλλοι κυβερνώντες τον επαναστατημένο τόπο, ήταν τα αίτια που οι Ρουμελιώτες και οι Σουλιώτες οπλαρχηγοί εγκατέλειψαν την Πελοπόννησο και αναχώρησαν για τη Στερεά το Μάιο του 1825. «Σε βεβαιώνω Κασομούλη  –λέγει ο Καραϊσκάκης–  έκλαψεν ο Πρόεδρος [Κουντουριώτης] διά τον αποχωρισμόν μας, πλην επειδή είχεν εκείνον τον διάβολο[43] κοντά, του είπα  . δεν κάθομαι και έφυγα. …Εβγαίνω διά την πατρίδα μας τη Ρούμελην, και πάλιν φαίνεται ποίος θα δουλεύση»[44].  
   Το συχνό πέρασμα ελληνικών στρατευμάτων από τη Δερβέκιστα σ’ όλη τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, αλλά κυρίως, βέβαια, οι λεηλασίες του τούρκικου σώματος του Μουχορντάρη, που για τέσσαρες μήνες ήταν στρατοπεδευμένο στο Πετροχώρι (15/4/1825 έως 8/8/1825) ώσπου να το χαλάσει ο Γ. Καραϊσκάκης, φαίνεται πως προξένησε πολλές καταστροφές, αιχμαλωσίες και λεηλασίες σ’ όλη την περιοχή του Απόκουρου (= ορεινή Τριχωνία), επομένως και στη Δερβέκιστα. Ετσι, όταν τα ελληνικά στρατεύματα άρχισαν να συγκεντρώνονται στη Δερβέκιστα (Νοέμβριος του 1825), ο τόπος ήταν φοβερά έρημος και λεηλατημένος, ως επισημαίνει ο Κ. Καρακόϊδας[45].
   Αυτό μας το βεβαιώνουν πιο ξεκάθαρα οι ίδιοι οι κάτοικοι του Αποκούρου στην από 20 Νοεμβρίου του 1825 αναφορά[46] τους προς τη Διοίκηση της Ελλάδος, στο Ναύπλιο:
«Σεβαστή Διοίκησις, προσκυνούμεν.
Μετά την ταπεινή μας αναφοράν, ειδοποιούμεν  . σας είναι γνωστόν, τον απερασμένον Απρίλιον  εις τας 15 επροχώρεσεν ο εχθρός εις την επαρχίαν μας και κατά κράτος μας αφάνησεν όλην την επαρχίαν  . χωρία, μοναστήρια, εκκλησίας, σπέρματά μας, ζώα μας, και πολλούς εσκλάβωσαν και άλλους έσφαξαν. Τέλος πάντων, εμείς οι σωθέντες εκλείσθημεν εις το φρούριον Αποκλείστρας και εζήσαμεν έως τώρα με χόρτα και πλέον ζωή σετ’ εμάς δεν είναι, αν δεν προφθάση τό έλεος από τή σεβασμιότητά σας. Ότι μεγάλως λυπούμεθα, ότι σε όλας τάς επαρχίας τάς εφοδιάσατε με στάρια και τζεπχανέδες [=πολεμοφόδεια], ειδέ στήν δυστυχισμένην επαρχίαν μας Απόκορον ούτε μίαν λίτραν. … Ξαναπαρακαλούμεν και ικετεύομεν να μας προφθάση η Σεβαστή Διοίκησίς μας με ψωμί, να οικονομηθούμεν, ότι πλέον ζωή εισέτ’ εμάς δεν υπάρχει. Ότι όλες οι άλλες επαρχίες, άλλες πολύ – άλλες ολίγον, κάτι απόλαψαν·. ειδέ τό Απόκορον, τό εθέρισαν οι εχθροί τό κάτω μέρος όλον, τό απάνω μέρος τό έφαγαν τά γιδόπρατα τών επαρχιών οπού ήλθον μέσα, και αν μάς αφήσετε χωρίς ψωμί,ας όψεσθε. Καί μέ όλον τό σέβας μένομεν.
1825  Νοεμβρίου  20
Οι κάτοικοι Αποκούρου»
                                                           Από  Μυρτιάν
Γεώργιος Παπαθανασίου εκ μέγα            Παγκράτιος  Παπατρέας 
                           Δένδρον            Κωσταντής Καραγιάννης
                                                    Νάσιος Πλακωτής
            Κώστας  Ροδάς από Πετροχώρι            Κώστας Κωτζικόπουλος
            Κωνσταντής Νικολόπουλος από            Κώνστας Μαρίνος
                                             ΄Απιανην               Γεώργιος Καλοεράς από
            Κωστατής Κιδίτσου από Κρυονέρι                                 Σπαρτιά
                                                                          Γεώργιος Κοντογιάννης
                                                                         Θανάσης Γρουμτζάρης
                                                                         Λαμπράκης Νούσας.».[47]

   Αλλά και από Σάλωνα, απ’ όπου υπολογιζόταν πως θα έρχονταν τρόφιμα στο στρατόπεδο της Δερβέκιστας, για διαφόρους κι απαράδεκτους λόγους, που εκτίθενται σε σχετική αναφορά του αρχηγού του στρατοπέδου των Σαλώνων Γ. Δράκου[48], ποτέ δεν έφθασαν στη Δερβέκιστα, αφού διάφοροι οπλαρχηγοί των Σαλώνων (Δυοβουνιώτης, Νάκος, Τριαντάφυλλος, κ.ά.) δε φτάνει που δεν πήγαν μαζί με τα άλλα στρατεύματα στη Δερβέκιστα, σύμφωνα με τη Διαταγή της Διοικήσεως, επιπλέον κατακρατούσαν και τις λιγοστές τροφές που στέλνονταν από τη Διοίκηση του Ναυπλίου για τους άνδρες του στρατοπέδου της Δερβέκιστας.[49]
   Και το αποτέλεσμα, κατά τον Φίνλεϋ[50], ήταν, ότι ‘‘οι ασυμφιλίωτες ζηλοφθονίες των Ελλήνων καπεταναίων (της Δερβέκιστας), έσωσαν τον Κιουταχή από την καταστροφή’’[51]. Μάταια, λοιπόν, οι πολιορκημένοι στο Μεσολόγγι περίμεναν βοήθεια από το στρατόπεδο της Δερβέκιστας. Το τραγικότερο είναι ότι, ο Κώστας Μπότσαρης και το ελληνικό στράτευμα στο στρατόπεδο της Δερβέκιστας αδράνησε εντελώς και ουδεμία βοήθεια πρόσφερε στους πολιορκημένους ακόμα και το φθινόπωρο του 1825, που τα γιουρούσια των πολιορκημένων, αλλά και οι βροχές, ανάγκασαν τον Κιουταχή να αποτραβηχτεί από τα χαρακώματα, και να δώσει διαταγή στα στρατεύματά του ν’ αποσυρθούν στους πρόποδες του Ζυγού/Αρακύνθου. Αμέσως οχύρωσε τη θέση που είχε διαλέξει για να στρατοπεδεύσει και στις 17 Οκτωβρίου απέσυρε τα λείψανα τού στρατού του στο νέο στρατόπεδο. Εκεί αδρανούσε περιμένοντας τον Ιμπραΐμ, με το στόλο να τον εφοδιάσουν και να τον ενισχύσουν.[52] Συνάμα, το ιππικό του Κιουταχή, του επέτρεψε να κρατήσει ανοικτή την επικοινωνία του με το Κρυονέρι, όπου ξεφορτωνόταν συνήθως ο ανεφοδιασμός του σε τρόφιμα. Περίμενε τώρα ανυπόμονα την επιστροφή του καπουδάν πασά και τις ενισχύσεις που επρόκειτο να του φέρει ο Ιμπραήμ πασάς. Αλλά παρόλο το σθένος και την ικανότητά του, αν οι ΄Ελληνες χρησιμοποιούσαν την υπεροχή που είχανε αποκτήσει εκείνη την εποχή με επιδεξιότητα, θάρρος και ομοθυμία, θα του ήταν αδύνατο να κρατήσει τη θέση του, πολύ πριν φθάσει βοήθεια. Δεν είχε περισσότερους από τρεις χιλιάδες πεζούς και εξακοσίους ιππείς ικανούς για υπηρεσία. Η Φρουρά του Μεσολογγίου ήτανε πολυαριθμότερη και σημαντικές Ελληνικές δυνάμεις υπό τον Καραϊσκάκη, και άλλους καπετάνιους (στο Στρατόπεδο της Δερβέκιστας) είχανε καταλάβει ισχυρές θέσεις στα νώτα του. Μόνον οι ασυμφιλίωτες ζηλοφθονίες των Ελλήνων καπετάνιων και η στρατιωτική τους άγνοια, που τους εμπόδιζε να εκτελέσουν οποιαδήποτε συνδυασμένη επιχείρηση έσωσε το στρατό του Ρεσίτ από την καταστροφή. Ο πασάς έμεινε ένα μήνα σ’ αυτή την επικίνδυνη κατάσταση, εκτεθειμένος οποιαδήποτε στιγμή στην επίθεση ενός υπερτέρου εχθρού, αλλά αποφασισμένος να εμμείνει στην επιχείρησή του  -  να καταλάβει το Μεσολόγγι ή να χαθεί μπροστά στα τείχη του.[53] Αυτή ακριβώς την έκτακτη και εξαιρετική ευκαιρία, με την αδυναμία και αδράνεια του Κιουταχή, θέλησαν να επωφεληθούν οι αρχηγοί της Φρουράς Μεσολογγίου. Κι αποφάσισαν να συνεννοηθούν με τά ελληνικά στρατεύματα, που αδρανούσαν στη Δερβέκιστα και «δεν επεχειρίζοντο τίποτες, ένεκα της υπαρχούσης διαιρέσεως»[54]. ΄Όμως τελικά δεν έγινε τίποτε. ΄Όπως σημειώνει ο Σπυρομίλιος: «μία τοιαύτη δύναμις (του Κώστα Μπότσαρη), αν εκινείτο με σύμπνοιαν, δεν επιδέχεται αμφιβολίαν ότι εκατόρθωνε να διακόψη τον δρόμον των θροφών του Ρεσίτ Μεχμέτ πασά, και με τούτο να υποχρεωθή να αποσυρθή. Την αλήθειαν ταύτην  -συνεχίζει ο Σπυρομίλιος-  επαναλαμβάνω, την έβλεπον όλοι , πλην δεν παραιτούσαν τινές τα συμφέροντά τους τα’ ατομικά διά την σωτηρίαν της Πατρίδος . και εκ του ετέρου και η Διοίκησις δεν εκινείτο με σύμπνοιαν» [55]. Εξόν από τη Φρουρά, και η «Διοικούσα Επιτροπή» Μεσολογγίου ‘‘απέκαμε’’ να γράφει ‘‘αλλεπαλλήλως’’, στην Κυβέρνηση και στη Δερβέκιστα, ότι ‘‘αυτή ήταν η αρμοδία περίστασις να εξολοθρεύσωμεν τον εχθρόν και να σωθεί η Πατρίς και διά τούτο δεν έπρεπε να αμελήσωμεν’’. ΄Ηταν ανάγκη λοιπόν, ν’ αφήσουν κατά μέρος, κάθε ατομικόν ‘‘συμφέρον ή φιλοτιμίαν και με σύμπνοιαν  να κινηθούν’’, αλλά οι απαντήσεις τους ήσαν πάντοτε ‘‘αναβλητικαί’’. Και πέρασε όλος ο Νοέμβριος και ‘‘τίποτις δεν επεχειρίσθη, ούτε από την Διοίκησιν, αλλά ούτε από τους της Δερβέκιστας’’[56], όπου ήταν συναγμένοι «πέντε χιλιάδες Έλληνες»[57]. Αυτά, τα επιβεβαιώνει και ο Κασομούλης[58]: «Εις τα χαμένα και εγράψαμεν (στη Διοίκηση) και ενθαρρύναμεν κι’ επαρακινούσαμεν (στη Δερβέκιστα)». Και προφορικά βέβαια, οι αποσταλμένοι της Φρουράς, εξήγησαν στους οπλαρχηγούς της Δερβέκιστας το σχέδιό τους (για την κοινή επίθεση κι’ εξόντωση του Κιουταχή) και το χαρακτήριζαν ‘‘το πλεόν αρμόζον εις την περίστασιν’’. Κι’ αυτό θα ήταν εύκολο να κατορθωθεί ‘‘αν υπήρχε υπακοή και σύμπνοια αλλά ταύτα (γράφει ο Σπυρομίλιος[59]), έλειπον, ώστε οι αξιωματικοί μας επέστρεψαν άπρακτοι φορτωμένοι παρατηρήσεις, κάμποσα: «αν όμως,  να ίδωμεν  κτλ.». Τόσον μας είχαν τυφλώσει τα πάθη, ώστε και τας πλέον φανεράς αληθείας δεν εδυνάμεθα να διακρίνωμεν».[60] Συγκεκριμένα, οι καπεταναίοι της Φρουράς Μεσολογγίου σκέφτηκαν να κάμουν παραστάσεις «διά ζώσης» στο στρατόπεδο της Δερβέκιστας μήπως και κάτι καταφέρουν. Έκαμαν μια επιτροπή με κεφαλή τον Δημ. Μακρή και μέλη τον Χρήστο Φωτομάρα και Κ. Βέρη. Τους ανέθεσαν να πάνε στη Δερβέκιστα με διπλό σκοπό. Πρώτα, με την επιρροή που είχαν ο Μακρής και ο Βέρης στους Ρουμελιώτες και ο Φωτομάρας στους Σουλιώτες, να προσπαθήσουν να συμφιλιώσουν το χωρισμένο στρατόπεδο της Δερβέκιστας, (που χωρισμένοι μάχονταν μόνο με λόγια, ποιός θα είναι ο αρχηγός τους: ο Κώστας Μπότσαρης ή ο Καραϊσκάκης;). Αν το πετύχουν να τους προτείνουν να κινηθούν για το Μεσολόγγι. Είχαν έτοιμο και το σχέδιο: να κοπούν στα δύο, το ένα τμήμα να πιάσει τη Βαράσοβα κι’ από κεί να προσέχει μήπως φανεί ο Ιμπραήμ και τα’ άλλο να σταθεί στις πλάτες του Κιουταχή, στο Παλιόκαστρο της Κυρα-Ρήνης, πάνω στον Ζυγό/Αράκυνθο, μεταξύ Μεσολογγίου και Αιτωλικού. Αποφασίστηκε η επιτροπή να πάρει συνοδεία άλλους έξι άντρες και να βγεί από το νησάκι του Ντολμά και τη Φοινικιά. «Είχαμε εμπιστοσύνη –γράφει ο Ν. Κασομούλης- πως όλα θα πήγαιναν καλά, αν και θα περπατούσαν νύχτα με σκοτάδι, γιατί στηριζόμασταν στο εξαίρετο μάτι του Δημ. Μακρή, που ήξερε όλα τα μονοπάτια του Ζυγού». Και πράγματι ολονυχτίς ο Μακρής –53 χρονών- μπαρουτοκαπνισμένος από τα μικρά του χρόνια, διάβηκε με τους άλλους οκτώ, δίπλα από τους Τούρκους και ανεβαίνοντας τον Ζυγό, το πρωί ξημέρωσαν στη Δερβέκιστα. Άγνωστο παραμένει τι είπαν οι καπεταναίοι της Δερβέκιστας στον Μακρή, στον Βέρη και στον Φωτομάρα. Μα από το αποτέλεσμα, φαίνεται καθαρά πως η διχόνοια που τρύπωσε ανάμεσά τους δεν τους άφησε να νοιώσουν το μεγάλο προσκλητήριο των πολιορκημένων. Από τους πέντε χιλιάδεςπου ήταν εκεί μόνον, κατ’ άλλους 300, κατ’ άλλους 600 δέχτηκαν και μαζί με την επιτροπή μπήκαν στο Μεσολόγγι.[61] 
   Κατέφθασε και ο Ιμπραήμ και χρησιμοποίησε όλο το Δεκέμβριο, (του 1825), για να συγκροτήσει αποθήκες στο Κρυονέρι και για να μεταφέρει πυρομαχικά στο στρατόπεδό του μπροστά στο Μεσολόγγι.[62]
   Η συνέχεια είναι γνωστή: Ηρωική «έξοδος» Μεσολογγιτών και καταφυγή τους στο στρατόπεδο της Δερβέκιστας, όπως γράφει ο Νικόλαος Δ. Μακρής (1827-1897), Ιστορία του Μεσολογγίου, ([χειρόγραφον που απόκειται στο Τμήμα Χειρογράφων Εθνικής Βιβλιοθήκης υπ’ αριθ. 2902): «Τέλος οι εναπομείναντες προυχώρησαν και δια του Κουτσοχωρίου, της Μεγάλης Ρίζας και της Δεσποίνας έφθασαν την 12ην Απριλίου εις Δερβέκισταν, όπου εξηκολούθησαν να καταφθάνωσι τα περισωθέντα λείψανα της φρουράς και των γυναικοπαίδων. …Εσώθησαν δε και έφθασαν εις Δερβέκισταν οι στρατηγοί Νότης Μπότσαρης, Κίτσος Τζαβέλας, Μήτσος Κοντογιάννης, Δημήτριος Μακρής[63], Γεώργιος Βαλτινός, Χρίστος Φωτομάρας, Γεώργιος Κίτσος, Γεώργιος Τζαβέλας, Διαμάντης Ζέρβας, Χριστόδουλος Χανττζηπέτρος και περί τους 1.300 εκ της φρουράς και των γυναικοπαίδων . οι άλλοι οίτινες ανήρχοντο εις εννέα περίπου χιλιάδας, κατά την ομολογίαν των επιζησάντων, εφονεύθησαν, ηχμαλωτίσθησαν ή ανετινάχθησαν εις τον αέρα, εμβαλόντες μόνοι των το πύρ εις τας πυριταδαποθήκας. Εφονεύθησαν  δε οι στρατηγοί Νικόλαος Στουρνάρας, Αθαν. Ραζηκότσικας, Κώστας Σαδήμας, Κώστας Μοσχοβίτης εξάδελφος του στρατηγού ΄Ισκου και οδηγών τον στρατόν αυτού, απουσιάζοντος με αποστολήν εις Ναύπλιον, ο γενικός φροντιστής Γιαννάκης Δροσίνης, ο πρόεδρος της προσωρινής Διοικητικής Επιτροπής Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, οι πρόκριτοι Μεσολογγίου Αναστάσιος Παλαμάς, Πέτρος Γουλιμής, Γεώργιος Φαράντος, Κωνσταντίνος Τρικούπης, Κων. Καρπούνας, ο εκδότης των ‘‘Ελληνικών Χρονικών’’ Μάγερ, ο μηχανικός Κοκκίνης , οι Γερμανοί Στήσημπεργκ, Ρέζερ Κλήμτ, Σώφιν, Δήμερ, Λίτσοβ, ο Βαρών Ριδεζέλ, Δεληνές και ο Γεόνερος»[64]..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου