Σήμερα, κάθε φορά που το χιόνι σκεπάζει το Χαλίκι, οι μνήμες εκείνων των χρόνων ξαναζωντανεύουν, ειδικά μετά από τις φωτογραφίες που μου έστειλε ο αγαπητός μας Γιάννης. Δεν είναι μόνο το κρύο ή οι δυσκολίες που βιώσαμε τότε, αλλά και η αίσθηση της κοινότητας, της ανθρωπιάς και των αντοχών που ξεδιπλώνονταν μέσα από τέτοιες δοκιμασίες.
Το χιόνι δεν ήταν απλώς το λευκό του χρώμα· ήταν ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας, που κουβαλάει μαζί του νοσταλγία, δυσκολίες, αλλά και ζεστασιά.
Οι παλιοί χειμώνες ήταν πραγματικά σκληροί. Το πυκνό χιόνι σκέπαζε τα σπίτια, τα δέντρα και τα βουνά, δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα στις απαραίτητες καθημερινές εργασίες, όπως η φροντίδα των οικόσιτων ζώων. Ο δρόμος παρέμενε κλειστός για μήνες, αποκόβοντας το χωριό από τον υπόλοιπο κόσμο.
Θυμάμαι τις φορές που χρειαζόταν να μεταφερθούν ασθενείς με φορείο μέσα από το χιόνι ή την ημέρα που ένα ελικόπτερο προσγειώθηκε για να παραλάβει κάποιον που είχε ανάγκη. Υπήρχαν επίσης περιπτώσεις όπου ο στρατός έστελνε αεροπλάνα τύπου «Ντακότα», τα οποία έριχναν από τον αέρα σακιά με ζωοτροφές για να βοηθήσουν τα αποκλεισμένα χωριά.
Τα απογεύματα του χειμώνα, όταν ο ουρανός ντυνόταν με χρυσαφένια και κοκκινωπά χρώματα, η μητέρα μας συνήθιζε να λέει:
– «Αύριο θα χιονίσει».
Εμείς, μικρά παιδιά τότε, τη ρωτούσαμε γεμάτα περιέργεια:
– «Πώς το ξέρεις, μάνα;»
Εκείνη, με ήρεμο βλέμμα στραμμένο προς το Πετρωτό και το Μαλαβούνι, απαντούσε γαλήνια:
– «Δες τα σύννεφα που χρυσίζουν και κοκκινίζουν. Είναι το σημάδι τους».
Το επόμενο πρωί, ο πατέρας μας, κρατώντας το φτυάρι στο χέρι, βγήκε για να ανοίξει έναν στενό χιονοδιάδρομο.
– «Πω, πω, το μαγκούφ! Έριξε πολύ χιόνι!» είπε, με έναν τόνο ανησυχίας αλλά και αποφασιστικότητας.
Εγώ και ο αδερφός μου χοροπηδούσαμε από χαρά. Για εμάς, το χιόνι ήταν η χαρά του χειμώνα. Το σπίτι μας γινόταν ένα μικρό καταφύγιο γεμάτο ζεστασιά και αγάπη.
Ο πατέρας μας έφερνε ξύλα –κούτσουρα από έλατα και μεγάλα κλωνάρια από πουρνάρια– μέσα από το χιονοδιάδρομο που είχε ανοίξει. Η φωτιά στο τζάκι φούντωνε δυνατά, και η μητέρα μας ετοίμαζε ζεστό τσάι από το Ξεροβούνι με μέλι. Η γλυκιά αυτή γεύση μας έκανε να ξεχνάμε όλες τις δυσκολίες του χειμώνα.
Ο πατέρας μου ανέβαινε στην πέτρινη στέγη του σπιτιού μας με προσοχή, παλεύοντας με το κρύο και το χιόνι. Ήταν μια απαραίτητη δουλειά, γιατί η στέγη έτριζε επικίνδυνα από το βάρος. Με υπομονή, καθάριζε το χιόνι, γνωρίζοντας πως η αντοχή του σπιτιού μας εξαρτιόταν από τη δική του φροντίδα.
Κάποιες φορές, έμπαινε και εσωτερικά της σκεπής, περνώντας μέσα από το ταβάνι. Το χιόνι που τρύπωνε από τις χαραμάδες των πέτρινων πλακών της στέγης δεν του ξέφευγε. Με έναν κουβά στο χέρι, μάζευε προσεκτικά κάθε νιφάδα που είχε καταφέρει να εισχωρήσει. Ήταν ένας ακούραστος φρουρός της ζεστασιάς και της ασφάλειάς μας, μια εικόνα που πάντα θα μένει χαραγμένη στη μνήμη μου.
Οι γονείς μας γνώριζαν καλά πώς να αντιμετωπίσουν τη βαρυχειμωνιά. Από το φθινόπωρο είχαν αποθηκεύσει όλα τα απαραίτητα: αλεύρι, τυρί σε ξύλινα βαρέλια, τραχανά, όσπρια, μήλα μυρωδάτα, απλωμένα προσεκτικά σε ξύλινες τάβλες και σταφύλια κρεμασμένα μαζί με κλιματόβεργες. Στο ξύλινο κασόνι με τα χωρίσματα, που είχε κατασκευάσει ο παππούς μου – ιερέας και ξυλουργός – φυλάσσονταν το καλαμπόκι και τα όσπρια.
Σε ένα άλλο υπόγειο του σπιτιού, χτισμένο με τέχνη από πέτρα, απόρθητο και καλά καμουφλαρισμένο από ληστές και φωτιά, διατηρούσαμε το κρασί σε ξύλινα βαρέλια και το τσίπουρο σε μεγάλες στρογγυλές νταμουζάνες. Σε άλλο χώρισμα οι μέρες στο κατώγι είχαν τη δική τους μοναδική αίσθηση. Εκεί σταβλίζαμε την αγελάδα μας, την Τσιβούλα, και τον γάιδαρό μας, τον Ντορή.
Η οικογένεια φρόντιζε πάντα να έχει τα απαραίτητα για τα ζώα μας. Μεγάλα κλαδιά από έλατα και πουρνάρια κρέμονταν στην καλύβα με τις κατσίκες, διασφαλίζοντας ότι υπήρχε επαρκής τροφή για τις δύσκολες ημέρες του χιονιά. Όπως και η μελά –ένα παράσιτο που φύτρωνε στα έλατα–, το οποίο αποτελούσε εκλεκτή τροφή για τα ζώα.
Η μητέρα μας τοποθετούσε το καζάνι πάνω στην πιρουστιά και το γέμιζε με χιόνι για να το λιώσει, αφού η πηγή νερού ήταν μακριά και δύσκολα προσβάσιμη. Εκεί, στη γάστρα, έψηνε ψωμί και ετοίμαζε φασολάδα, λουκάνικα ή παστά χοιρινά. Η μυρωδιά από τα μαγειρέματά της γέμιζε το σπίτι και μας κρατούσε ζεστούς, όχι μόνο με τη φωτιά αλλά και με τις νοστιμιές της.
Το παιχνίδι στο χιόνι ήταν συναρπαστικό. Φτιάχναμε χιονάνθρωπους που για μάτια βάζαμε
κουμπιά και μύτη και στόμα κάρβουνο, πετούσαμε χιονόμπαλες και ανοίγαμε μονοπάτια για το κοτέτσι και τη στάνη. Αναγνωρίζαμε τα ίχνη από αλεπούδες και κουνάβια, ενώ παίζαμε με τις μεγάλες νιφάδες που ονομάζαμε «παλούμπες».
Ένα παλιό σκαφίδι γινόταν το πιο διασκεδαστικό μέσο για να γλιστράμε στο χιόνι. Δέναμε ένα σχοινί στην άκρη του, και με όλη μας τη δύναμη το τραβούσαμε πάνω στις παγωμένες πλαγιές. Οι κραυγές ενθουσιασμού αντηχούσαν, καθώς το σκαφίδι γλιστρούσε γρήγορα και ανεμπόδιστα, χαρίζοντάς μας στιγμές χαράς μέσα στη λευκή απεραντοσύνη.
Η έλλειψη τουαλέτας μέσα στο σπίτι ήταν μια από τις μεγαλύτερες δυσκολίες του χειμώνα. Το αποχωρητήριο βρισκόταν μακριά, και με το χιόνι να φτάνει ψηλά, γινόταν σχεδόν απρόσιτο. Έτσι, πολλές φορές καταφεύγαμε σε πιο πρακτικές λύσεις. Κατουρούσαμε από το μπαλκόνι ή παίζοντας στο χιόνι, προσπαθώντας να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση με χιούμορ και ευρηματικότητα. Ήταν μια ταλαιπωρία που, παρά την αθωότητα της παιδικής μας ηλικίας, δεν ξεχνιέται.
Στο σχολείο πηγαίναμε με συνοδεία ενός γονιού, ο οποίος άνοιγε το χιονοπάτι μπροστά. Τα μάλλινα τσουράπια και τα πλεκτά φανελάκια που έφτιαχνε η μητέρα μας μας ζέσταιναν, αλλά πάντα προσέχαμε τις χιονοστιβάδες και τα έλατα που έπεφταν κάνοντας έναν τρομακτικό θόρυβο από το βάρος του χιονιού. Το σχολείο δεν έκλεινε εύκολα λόγω χιονιού. Ακόμα κι όταν το λευκό πάπλωμα κάλυπτε το χωριό, εμείς, τα παιδιά, πηγαίναμε κανονικά στα μαθήματα. Μόνο όταν το χιόνι γινόταν πραγματικά πολύ και το περπάτημα αδύνατο, τότε μας επέτρεπαν να μείνουμε σπίτι. Ήταν, όμως, σπάνιο να σταματήσει η σχολική ζωή εξαιτίας του καιρού.
Όταν δεν μπορούσαμε να βγούμε έξω, μαζευόμασταν γύρω από το τζάκι και παίζαμε ασταμάτητα πάνω στις φλοκάτες.
Ο πατέρας μας έλεγε ή και διάβαζε παροιμίες, όπως:
- «Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει. Μα αν τύχει και κακιώσει, μες στο χιόνι θα μας χώσει».
- «Μαθημένα τα βουνά από τα χιόνια».
- «Χιόνι πέφτει το Γενάρη, τι χαρές τον Αλωνάρη».
- Βρέχει χιονίζ η καραβάνα γιομίζ
- Παπαντούλα (Υπαπαντή) χιονισμέν, κοφινούλα γιομισμέν΄
- Άσπρο είναι και το χιόνι μον΄ το κατουρούν οι σκύλοι
- Γι΄αυτό έπεσαν τα χιόνια για να πονούν τα νύχια
- Κατά τα βουνά και τα χιόνια
- Ήλιος και χιόνι (που) παντρεύονται οι αρχόντοι
- Τα βουνά δεν φοβούνται τα χιόνια, αλλά τη βροχή
- Χιονίσει ή βρέξει το Γενάρη, ο ξερόμυλος θα αλέσει
- Εκεί που βρέχει φαίνεται κι όπου χιονίζει ασπρίζει
- Τ΄άγια Νικολοβάρβαρα ή βρέχει ή χιονίζει
Όταν η λάμπα πετρελαίου έσβηνε, οι ιστορίες των γονιών μας μας υπενθύμιζαν ότι το χιόνι δεν κρατά για πάντα. Η ζωή θα επέστρεφε στην κανονικότητά της, αλλά οι στιγμές αυτές, γεμάτες δυσκολίες και αγάπη, θα έμεναν για πάντα στη μνήμη μας. Ο χιονιάς ήταν μια δοκιμασία, αλλά και μια υπενθύμιση της δύναμης της οικογένειας. Σήμερα, κάθε φορά που βλέπω το χιόνι να σκεπάζει το Χαλίκι, οι μνήμες ζωντανεύουν, γεμάτες νοσταλγία και ζεστασιά.
Α. Κ. Ρ.
Φωτογραφίες: Ιωάννης Α. Ρισβάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου