Γιάννης .Ν. Κουλοτούρος
Βουνά μου εσείς πανέμορφα, καθάρια, ανταριασμένα, που σε πλαγιές λοφάκια σας στέκουνε σκαλωμένα, τα φτώχο-χωριουδάκια μας, που αιώνες μας φυλάτε … να ’στε καλά να ορθώνεστε, μνήμες να μας ξυπνάτε … κι εκείνα τα σπιτάκια μας τα έρμα, τα καημένα, στην αγκαλιά σας κλείστε τα, για να μην νοιώθουν ξένα.
Θεριόψυχοι μου γίγαντες με φαλακρό καυκί σας … και άλλα με την κόμη σας στο πράσινο του ελάτου, του κέδρου την απόχρωση, του πουρναριού, του σκίνου και της οξιάς το πύρωμα, του θυμαριού το μύρο … που αψηφάτε αέρηδες, σεισμούς, πλημύρες, χιόνια …πάντα μες την καρδούλα μας το νόστο να κρατάτε και στη γενέθλια τη γη, πίσω να μας γυρνάτε.
Βουνά μου κακοτράχαλα, όλα σα σμιλεμένα, παρθένα και απόκρημνα μες των πουλιών τις νότες, των αγριμιώνε τις κραυγές … αητών αραξοβόλι … τ’ ανθρώπου το δρασκέλισμα στων κάστρων σας τις πόρτες, παντοτινά να αισθάνεστε, πατρώας γης ιππότες.
Βουνά μου εσείς δαφνοστεφή, με αίμα ποτισμένα … τάφοι αντρειωμένων μας που πέσαν για πατρίδα ή στον εμφύλιο σπαραγμό απ’ αδερφών το χέρι … ποτέ μην ξαναζήσετε στιγμές σαν κειές στο χρόνο … πόνων, θανάτων, οιμωγών, μανάδων το χαμπέρι … ο τόπος τούτος ρήμαξε, κανείς δεν περισσεύει.
Βουνά μου εσείς αθάνατα, που όλα τα γροικάτε κι όλα τα καταγράφετε σε κειά σας τα κιτάπια … απ’ αλλαγές των εποχών, καημούς, χαρές ανθρώπων, που ρίζωσαν, που ρήμαξαν στου χρόνου μας τη δύνη … κι όλους ονοματίζετε στα τόσα λιθαράκια, των σπλάχνων σας σαν φεύγουνε, η μνήμη τους να μείνει.
Βουνά μου απ’ τις ράχες σας ανατολή και δύση, του ήλιου στο στερέωμα εκεί έχω γνωρίσει, τόσο πανώριες, ήρεμες … και γύρω τον ορίζοντα γιατί είχατε κλεισμένο … τώρα … στην εποχή των «σκουπιδιών» που ζω, καταλαβαίνω.
Βουνά μου εσείς δροσοπηγών, νερών κρουσταλλιασμένων, που ξεδιψούν στο διάβα του τον κάθε στρατοκόπο, να παίρνει δύναμη, πνοή … και κειό τους το κελάρυσμα, φωνές των περασμένων λες του ξυπνούν που του ιστορούν πως ήτανε ο τόπος σαν έσφυζε από ζωή.
Βουνά μου με ξωκλήσια μας στο κάθε σας λοφάκι … «φωλιές» αγίων, ασκητών, μαρτύρων μας της πίστης … που γέμιζαν στη χάρη τους και στο μονοπατάκι του καθενός δεν μπόραγες ούτε να ξεμυτίσεις … τώρα, ελάχιστους θα ιδείς σε μνήμη τους ή βόλτα … μισόκλειστοι κι οι δρόμοι τους από κλαριά και χόρτα.
Βουνά μου εσείς που σκύβατε σα νιός να σας ανέβω, σε εκδρομές μαθητικές, κυνήγια και πορείες … για μάζεμα της ρίγανης και του τσαγιού τους κλώνους … σα γέρασα κι απόκαμα, ψηλώνετε το βλέπω … και τις στιγμές όλες εκειές, μόνο αναμοχλεύω.
Βουνά μου εσείς αγέραστα απ’ τη φθορά του χρόνου, μην είδατε τα νιάτα μου να μου τα φέρτε πίσω … να σας σιμώσω και να ’ρθω ψηλά εκεί απάνω … κι αφού μια μέρα ολόγιομη γυρίσω κι ατενίσω … τις ομορφιές ολόγυρα όλες μόλις χορτάσω … να γύρω σε μια ράχη σας κι εκεί να ξεψυχήσω.
Βουνά μου βουνά μου ....Κραβαρίτικα ....μιάς γης π’ αργοπεθαίνει … τη μια … κι από «ρομαντικούς» την άλλη ανασταίνει … στείλτε την αύρα, τη δροσιά, την κάθε σας ανάσα … σ’ όλης της γης τα πέρατα και κάντε κόσμος νά ’ρθει και να ριζώσει απάνω σας, φευγάτος ντόπιος, ξένος … στον τόπο μας που από ομορφιές, παντού είναι ζωσμένος.
ΠΗΓΗ: e-nafpaktia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου