Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2025

Το τραγούδι των βουνών Κωστής Παλαμάς (1859-1943)

Το χωριό μας, το Χαλίκι, αποτελείται από τέσσερις όμορφους οικισμούς: το Χαλίκι, τη Λαδικού, τη Δάφνη και τον Νεροσύρτη. Χτισμένο στην καρδιά των βουνών, είναι ένας τόπος γεμάτος φυσική ομορφιά και παράδοση. Εκεί μεγαλώσαμε, βλέποντας το φως του ήλιου να ξεπροβάλλει από την κορυφή της Τριανταφυλλιάς, και νιώσαμε το μεγαλείο της φύσης ανάμεσα στα βουνά όπως το Χαλίκι, το Ξεροβούνι, η Τούμπα, το Μάλοβούνι, ο Αη Λιάς και η Μηλιός. Στο βάθος ξεχωρίζει το Παναιτωλικό με την κορυφή του Καντηλάνου, θυμίζοντας την απεραντοσύνη της ορεινής Ελλάδας.



Το ποτάμι μας ξεκινάει από την καρδιά της Τριανταφυλλιάς, ενώνεται με πολλούς παραπόταμους και τον Νεροτσιάνικο, και σχηματίζει σιγά σιγά τον Φίδαρη. Αγναντεύοντας από τις κορυφές, φαίνονται οι βουνοκορφές της Πελοποννήσου, μέρος του Πατραϊκού Κόλπου και η λίμνη Τριχωνίδα με τον Αράκυνθο να δεσπόζει στο βάθος. Αυτή η θέα χαρίζει μια αίσθηση ελευθερίας και δέους, φέρνοντας κοντά τον άνθρωπο με τη φύση.

Ο χειμώνας στα βουνά μας είναι εξίσου μαγικός, ντυμένος στα λευκά. Το χιόνι σκεπάζει τα πάντα, κάνοντας το τοπίο να μοιάζει παραμυθένιο. Οι κορυφές αστράφτουν κάτω από τον ήλιο, και το σφύριγμα των ανέμων διαπερνά την ησυχία, φέρνοντας μαζί του τη δύναμη και την αντοχή της φύσης. Τα βουνά αντιστέκονται αγέρωχα στις καταιγίδες, αποδεικνύοντας τη διαχρονική τους ανθεκτικότητα.



Στα βουνά μας, που τόσο αγαπήσαμε, μαζεύαμε χαρούμενοι το μοσχομυριστό τσάι και τη ρίγανη, γεμίζοντας τις ψυχές μας με τη ζωντάνια και την ευλογία της φύσης. Οι βοσκοί, με την κάπα τους, ανέβαιναν το καλοκαίρι με τα κοπάδια τους, προσφέροντας ζεστή φιλοξενία, φωνές και τραγούδια που αντηχούσαν στα βουνά.

Στα βουνά αυτά χαράχτηκαν μονοπάτια που οδηγούσαν στην Ευρυτανία, μονοπάτια γεμάτα ιστορίες από μάχες, κλεφτολήμερα και αποκλείστρες, όπου οι κάτοικοι προσπαθούσαν να διαφύγουν από τους κατακτητές. Ο τόπος μας, γεμάτος μνήμες, δέος και παράδοση, αποτελεί τη ρίζα της ύπαρξής μας.


Μέσα από αυτές τις αναμνήσεις και τους δεσμούς με τη φύση, η σχέση μας με τα βουνά έγινε ιερή. Το ποίημα του Παλαμά μάς μεταφέρει στη μαγεία της ορεινής αυτής ζωής, εκφράζοντας τη βαθιά αγάπη και το δέος για τον κόσμο των βουνών, που είναι γεμάτος μυστήριο, ελευθερία και πνευματική ανύψωση.


Το τραγούδι των βουνών

Βουνά ψηλά, βουνά ισκιερά, βουνάγυμνά, βουνά πρασινισμένα,μικρός αν είμαι, αισθήματα τρανάγεννάτε μέσα μου και ταιριασμένα!

5Μιας εποχής πανάρχαιας, μιας χρυσής,σβηστής, με τρώγ’ η ενθύμηση κι η ελπίδα·μου φαίνεται, βουνά, πως είστε εσείςη πρώτη και η μεγάλη μου πατρίδα.

Θαρρώ, σε τέτοια σκοτεινή εποχή,10κρυμμένη σε καιρών αγνώστων βάθη,κατέβ’ η ονειρεμένη μου ψυχήκαι φώλιασε στα ύψη σας κι εστάθη.

Κι εστάθη κι έζησε με τους αϊτούς,με της γης τους πρωτόλουβους ανθρώπους,15με τους αγρίους και με τους δυνατούς,σ’ απάτητα λαγκάδια, σ’ άλλους τόπους.

Γι’ αυτό καημοί δέρνουν εμέ κρυφοί,και στα πλευρά σας και στα μονοπάτια,σε καθεμιά σας ρίζα και κορφή20καθώς υψώνω προς εσάς τα μάτια.

Κι αν είναι αλήθεια αυτό, και δεν πλανάκανένα μάγον όνειρον εμένα,—βουνά ψηλά, βουνά ισκιερά, βουνάπρασινωπά, γαλάζια, μαυρισμένα,

25βουνά, παιδιά γιγάντικα της Γης,βουνά ανυπόταχτα, βουνά αιώνια,που έχετε τη λαμπράδα της αυγήςγια χαμογέλιο, για στολή τα χιόνια,

που χύνετε θυμό σας φλογερό30την αστραπή, το μαύρο νέφος θλίψη,και μίλημά σας το γοργό νερόπου με βοή κατρακυλά απ’ τα ύψη,

που έχετε χίλιες γνώμες και καρδιές,κι αγάπη και χαρά και περηφάνια,35σαν τους ίσκιους σας και τις ευωδιές,σαν τα πουλιά, τ’ αγρίμια, τα βοτάνια,

που έχετε τη δική μας τη ζωήκαι τα δικά μας έχετε πρωτάτα,και μοναχά σας λείπουν, κι είστε θεοί,40τα γεράματα· πάντα είστε με νιάτα!

Βουνά των ξένων τόπων σκοτεινάπου γλυκοχαιρετίζεστε με τ’ άστρα,κρυφτά στην καταχνιά παντοτινά,άσωστα, απάτητα, άπαρτα σαν κάστρα,

45βουνά της γης αυτής ελληνικά,διάφανα, καθαρά, πελεκημένααπό τεχνίτη χέρια γνωστικάσα μετρημένα αγάλματα ένα ένα,

που κρύβετε τα μάρμαρα λευκά50και μοσχομυρισμένα τα λουλούδια,και πιο γερά απ’ τις πέτρες, πιο γλυκάκι απ’ τους ανθούς τα κλέφτικα τραγούδια,

κι από τα χαύνα πλήθη εσείς μακριά,σε χρόνια σκλαβωμένα, θαμπά κρυά,55θρέψατε εσείς του Γένους τη Θεά,την αιθεροπλασμένη Ελευθερία!

Βουνά ψηλά, βουνά ισκιερά, βουνάμε δύναμες γιομάτα και με κάλληω! δώστε μου απ’ τη χάρη σας ξανά,60και κάμετέ με όμοιον μ’ εσάς και πάλι!

Καθώς η πρώτη ακτίνα του ουρανούφωτίζει εσάς πριν φωτιστούν οι κάμποι,θέλω κι εγώ μες στο δικό μου νουτο φως το αληθινό να πρωτολάμπει.

65Από τα ύψη θέλω μαγικότον κόσμο και οι ματιές μου ν’ αντικρίζουν,του κόσμου τη βοή να μη γρικώ,και τ’ ανάξια πάθη να μη μ’ εγγίζουν.

Και θέλω οι στοχασμοί μου καθαροί70να μένουν, σαν τα χιόνια στην κορφή σας,και να θυμάται πάντα η θλιβερήψυχή μου πως επλάστηκε αδερφή σας.

Γιατί κλειστή η ψυχή μου σε κορμίμισό, σκυφτό, σ’ έν’ άρρωστο κουφάρι,75κι έχασε την ακράτητην ορμή,την ορμή που είχε απ’ το βοριά σας πάρει.

Και σαν αϊτός που του έκοψαν κακοίκαι οι άνθρωποι τα δυο πλατιά φτερά τουκαι σέρνεται και πέφτει εδώ κι εκεί80και δείχνεται περίγελο άνω κάτου,

έτσι πολλές φορές κι η ανθρωπινήψυχή, κι αν ζει κι αν χάνεται εδώ πέρακαι άπραγη και δειλή και ταπεινή,είναι γιατί τον έχασε τον αέρα

85τον πρώτο, γιατί ξέχασε κι αυτήαπό ποιό μέρος έφτασε, ποιό χέριτην οδήγησε πρώτο, είναι γιατίπού θα ξαναγυρίσει δεν το ξέρει.

Ω! καν εσείς, βουνά ψηλά, βουνά90που μια φορά τον ήλιο επρωτοείδακάμετ’ εσείς, να μη σας λησμονάποτέ η ψυχή μου, ω πρώτη μου πατρίδα!

Και κάμετε η θωριά σας να γεννάαισθήματα μεγάλα, ταιριασμένα,95σ’ εμένα το μικρό, ψηλά βουνά,με γιούλια και με ρόδα πλουμισμένα.

Και κάμετε να ελπίζω πως θα ’ρθώ,μόλις ξεφύγω από τη φυλακή μουστα ύψη σας, να ξανανταμωθώ100μ’ εσάς, πατρίδα αληθινή δική μου!

Το ποίημα του Κωστή Παλαμά είναι ένας ύμνος στα βουνά, τα οποία συμβολίζουν την ελευθερία, τη δύναμη, την αγνότητα και την αιωνιότητα. Μέσα από τον λυρικό του λόγο, ο ποιητής εκφράζει βαθιά συναισθήματα νοσταλγίας, θαυμασμού και πνευματικής αναζήτησης. Η ανάλυση μπορεί να οργανωθεί στα εξής βασικά σημεία:

1. Θέμα του ποιήματος

Το ποίημα πραγματεύεται τη σχέση του ποιητή με τα βουνά, τα οποία αντιπροσωπεύουν:

  • Την αρχέγονη καταγωγή του ανθρώπου.
  • Την ελευθερία και την πνευματική ανύψωση.
  • Τη φυσική και πνευματική δύναμη.
  • Τη νοσταλγία για έναν ιδανικό κόσμο.

2. Δομή και περιεχόμενο

Το ποίημα χωρίζεται σε ενότητες που περιγράφουν διαφορετικές πτυχές της σχέσης του ποιητή με τα βουνά:

Α΄ Ενότητα (Στροφή 1-4: στίχοι 1-20)

  • Θεματική: Τα βουνά ως πρώτη πατρίδα.
  • Περιγραφή: Τα βουνά γεννούν δυνατά συναισθήματα στον ποιητή και συνδέονται με μια πανάρχαια, χρυσή εποχή.
  • Συμβολισμός: Τα βουνά είναι φορείς μιας αρχέγονης μνήμης και μιας πνευματικής καταγωγής που ενώνει τον ποιητή με τη φύση.

Β΄ Ενότητα (Στροφή 5-9: στίχοι 21-55)

  • Θεματική: Τα βουνά ως αιώνιοι γίγαντες.
  • Περιγραφή: Περιγράφει τα βουνά ως παντοτινά, αγέραστα και θεϊκά, με δυνάμεις που ξεπερνούν την ανθρώπινη υπόσταση.
  • Συμβολισμός: Εκφράζει τη σύγκριση μεταξύ της ανθρώπινης θνητότητας και της αιωνιότητας των βουνών.

Γ΄ Ενότητα (Στροφή 10-13: στίχοι 56-85)

  • Θεματική: Τα βουνά ως φύλακες της ελευθερίας.
  • Περιγραφή: Συνδέει τα βουνά με την Ελευθερία και την εθνική αναγέννηση, ιδιαίτερα στην ελληνική ιστορία.
  • Συμβολισμός: Αναδεικνύει την αγωνιστικότητα και το πνεύμα ελευθερίας που συνδέονται με τα βουνά.

Δ΄ Ενότητα (Στροφή 14-18: στίχοι 86-100)

  • Θεματική: Η επιθυμία επιστροφής στα βουνά.
  • Περιγραφή: Ο ποιητής εκφράζει την επιθυμία να ξαναβρεί την πνευματική του ελευθερία στα ύψη των βουνών.
  • Συμβολισμός: Τα βουνά γίνονται η αληθινή πατρίδα της ψυχής του, ένας χώρος πνευματικής ανάτασης.

3. Ερμηνεία και συμβολισμοί

  • Τα βουνά: Συμβολίζουν την πνευματική ανάταση, την ελευθερία, τη φύση και την αιωνιότητα.
  • Η ψυχή: Η ανθρώπινη ψυχή παρομοιάζεται με αετό που έχει χάσει την ελευθερία και την ορμή του.
  • Η ελευθερία: Παρουσιάζεται ως η ύψιστη αξία, εμπνευσμένη από τα βουνά, που υπερβαίνουν την ανθρώπινη θνητότητα.
  • Η πατρίδα: Τα βουνά συμβολίζουν την πνευματική και αρχέγονη πατρίδα του ανθρώπου.

4. Τεχνική ανάλυση

  • Μέτρο και ρυθμός: Το ποίημα είναι γραμμένο σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, προσδίδοντας λυρισμό και μελωδικότητα.
  • Εικόνες: Οι περιγραφές των βουνών είναι πλούσιες σε αισθητικές εικόνες, ζωντανεύοντας τη φύση με μεταφορές και προσωποποιήσεις.
  • Σχήματα λόγου:
    • Μεταφορές: «βουνά, παιδιά γιγάντικα της Γης».
    • Προσωποποιήσεις: «Μου φαίνεται, βουνά, πως είστε εσείς / η πρώτη και η μεγάλη μου πατρίδα».
    • Επανάληψη: «Βουνά ψηλά, βουνά ισκιερά, βουνά».

5. Μηνύματα του ποιήματος

  • Η ανάγκη του ανθρώπου να επανασυνδεθεί με τη φύση.
  • Ο πόθος για πνευματική ελευθερία και καθαρότητα.
  • Η διαχρονική αξία των βουνών ως πηγή έμπνευσης, δύναμης και εθνικής υπερηφάνειας.

Το ποίημα του Παλαμά είναι ένα έργο πλούσιο σε εικόνες και συναισθήματα, που συνδέει το παρελθόν με το παρόν, το φυσικό με το πνευματικό, και το ατομικό με το συλλογικό.

Α. Κ. Ρ.


ΠΗΓΗ: Το ποίημα το αντιγράψαμε από:https://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/browse.html?cnd_id=7&text_id=1268

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2025

Χιόνι στο Χαλίκι: Οι Αναμνήσεις των Παιδικών μου Χρόνων

 Σήμερα, κάθε φορά που το χιόνι σκεπάζει το Χαλίκι, οι μνήμες εκείνων των χρόνων ξαναζωντανεύουν, ειδικά μετά από τις φωτογραφίες που μου έστειλε ο αγαπητός μας Γιάννης. Δεν είναι μόνο το κρύο ή οι δυσκολίες που βιώσαμε τότε, αλλά και η αίσθηση της κοινότητας, της ανθρωπιάς και των αντοχών που ξεδιπλώνονταν μέσα από τέτοιες δοκιμασίες.

Το χιόνι δεν ήταν απλώς το λευκό του χρώμα· ήταν ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας, που κουβαλάει μαζί του νοσταλγία, δυσκολίες, αλλά και ζεστασιά.

Οι παλιοί χειμώνες ήταν πραγματικά σκληροί. Το πυκνό χιόνι σκέπαζε τα σπίτια, τα δέντρα και τα βουνά, δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα στις απαραίτητες καθημερινές εργασίες, όπως η φροντίδα των οικόσιτων ζώων. Ο δρόμος παρέμενε κλειστός για μήνες, αποκόβοντας το χωριό από τον υπόλοιπο κόσμο.

Θυμάμαι τις φορές που χρειαζόταν να μεταφερθούν ασθενείς με φορείο μέσα από το χιόνι ή την ημέρα που ένα ελικόπτερο προσγειώθηκε για να παραλάβει κάποιον που είχε ανάγκη. Υπήρχαν επίσης περιπτώσεις όπου ο στρατός έστελνε αεροπλάνα τύπου «Ντακότα», τα οποία έριχναν από τον αέρα σακιά με ζωοτροφές για να βοηθήσουν τα αποκλεισμένα χωριά.

Τα απογεύματα του χειμώνα, όταν ο ουρανός ντυνόταν με χρυσαφένια και κοκκινωπά χρώματα, η μητέρα μας συνήθιζε να λέει:
– «Αύριο θα χιονίσει».

Εμείς, μικρά παιδιά τότε, τη ρωτούσαμε γεμάτα περιέργεια:
– «Πώς το ξέρεις, μάνα;»

Εκείνη, με ήρεμο βλέμμα στραμμένο προς το Πετρωτό και το Μαλαβούνι, απαντούσε γαλήνια:
– «Δες τα σύννεφα που χρυσίζουν και κοκκινίζουν. Είναι το σημάδι τους».

Το επόμενο πρωί, ο πατέρας μας, κρατώντας το φτυάρι στο χέρι, βγήκε για να ανοίξει έναν στενό χιονοδιάδρομο.
– «Πω, πω, το μαγκούφ! Έριξε πολύ χιόνι!» είπε, με έναν τόνο ανησυχίας αλλά και αποφασιστικότητας.

Εγώ και ο αδερφός μου χοροπηδούσαμε από χαρά. Για εμάς, το χιόνι ήταν η χαρά του χειμώνα. Το σπίτι μας γινόταν ένα μικρό καταφύγιο γεμάτο ζεστασιά και αγάπη.

Ο πατέρας μας έφερνε ξύλα –κούτσουρα από έλατα και μεγάλα κλωνάρια από πουρνάρια– μέσα από το χιονοδιάδρομο που είχε ανοίξει. Η φωτιά στο τζάκι φούντωνε δυνατά, και η μητέρα μας ετοίμαζε ζεστό τσάι από το Ξεροβούνι με μέλι. Η γλυκιά αυτή γεύση μας έκανε να ξεχνάμε όλες τις δυσκολίες του χειμώνα.

Ο πατέρας μου ανέβαινε στην πέτρινη στέγη του σπιτιού μας με προσοχή, παλεύοντας με το κρύο και το χιόνι. Ήταν μια απαραίτητη δουλειά, γιατί η στέγη έτριζε επικίνδυνα από το βάρος. Με υπομονή, καθάριζε το χιόνι, γνωρίζοντας πως η αντοχή του σπιτιού μας εξαρτιόταν από τη δική του φροντίδα.

Κάποιες φορές, έμπαινε και εσωτερικά της σκεπής, περνώντας μέσα από το ταβάνι. Το χιόνι που τρύπωνε από τις χαραμάδες των πέτρινων πλακών της στέγης δεν του ξέφευγε. Με έναν κουβά στο χέρι, μάζευε προσεκτικά κάθε νιφάδα που είχε καταφέρει να εισχωρήσει. Ήταν ένας ακούραστος φρουρός της ζεστασιάς και της ασφάλειάς μας, μια εικόνα που πάντα θα μένει χαραγμένη στη μνήμη μου.

Οι γονείς μας γνώριζαν καλά πώς να αντιμετωπίσουν τη βαρυχειμωνιά. Από το φθινόπωρο είχαν αποθηκεύσει όλα τα απαραίτητα: αλεύρι, τυρί σε ξύλινα βαρέλια, τραχανά, όσπρια, μήλα μυρωδάτα, απλωμένα προσεκτικά σε ξύλινες τάβλες και σταφύλια κρεμασμένα μαζί με κλιματόβεργες. Στο ξύλινο κασόνι με τα χωρίσματα, που είχε κατασκευάσει ο παππούς μου – ιερέας και ξυλουργός – φυλάσσονταν το καλαμπόκι και τα όσπρια.

Σε ένα άλλο υπόγειο του σπιτιού, χτισμένο με τέχνη από πέτρα, απόρθητο και καλά καμουφλαρισμένο από ληστές και φωτιά, διατηρούσαμε το κρασί σε ξύλινα βαρέλια και το τσίπουρο σε μεγάλες στρογγυλές νταμουζάνες. Σε άλλο χώρισμα οι μέρες στο κατώγι είχαν τη δική τους μοναδική αίσθηση. Εκεί σταβλίζαμε την αγελάδα μας, την Τσιβούλα, και τον γάιδαρό μας, τον Ντορή.

Η οικογένεια φρόντιζε πάντα να έχει τα απαραίτητα για τα ζώα μας. Μεγάλα κλαδιά από έλατα και πουρνάρια κρέμονταν στην καλύβα με τις κατσίκες, διασφαλίζοντας ότι υπήρχε επαρκής τροφή για τις δύσκολες ημέρες του χιονιά. Όπως και η μελά –ένα παράσιτο που φύτρωνε στα έλατα–, το οποίο αποτελούσε εκλεκτή τροφή για τα ζώα.

Η μητέρα μας τοποθετούσε το καζάνι πάνω στην πιρουστιά και το γέμιζε με χιόνι για να το λιώσει, αφού η πηγή νερού ήταν μακριά και δύσκολα προσβάσιμη. Εκεί, στη γάστρα, έψηνε ψωμί και ετοίμαζε φασολάδα, λουκάνικα ή παστά χοιρινά. Η μυρωδιά από τα μαγειρέματά της γέμιζε το σπίτι και μας κρατούσε ζεστούς, όχι μόνο με τη φωτιά αλλά και με τις νοστιμιές της.

Το παιχνίδι στο χιόνι ήταν συναρπαστικό. Φτιάχναμε χιονάνθρωπους που για μάτια βάζαμε κουμπιά και μύτη και στόμα κάρβουνο, πετούσαμε χιονόμπαλες και ανοίγαμε μονοπάτια για το κοτέτσι και τη στάνη. Αναγνωρίζαμε τα ίχνη από αλεπούδες και κουνάβια, ενώ παίζαμε με τις μεγάλες νιφάδες που ονομάζαμε «παλούμπες». Παρά το κρύο και την παγωνιά, δεν σταματούσαμε ποτέ.

Ένα παλιό σκαφίδι γινόταν το πιο διασκεδαστικό μέσο για να γλιστράμε στο χιόνι. Δέναμε ένα σχοινί στην άκρη του, και με όλη μας τη δύναμη το τραβούσαμε πάνω στις παγωμένες πλαγιές. Οι κραυγές ενθουσιασμού αντηχούσαν, καθώς το σκαφίδι γλιστρούσε γρήγορα και ανεμπόδιστα, χαρίζοντάς μας στιγμές χαράς μέσα στη λευκή απεραντοσύνη.

Η έλλειψη τουαλέτας μέσα στο σπίτι ήταν μια από τις μεγαλύτερες δυσκολίες του χειμώνα. Το αποχωρητήριο βρισκόταν μακριά, και με το χιόνι να φτάνει ψηλά, γινόταν σχεδόν απρόσιτο. Έτσι, πολλές φορές καταφεύγαμε σε πιο πρακτικές λύσεις. Κατουρούσαμε από το μπαλκόνι ή παίζοντας στο χιόνι, προσπαθώντας να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση με χιούμορ και ευρηματικότητα. Ήταν μια ταλαιπωρία που, παρά την αθωότητα της παιδικής μας ηλικίας, δεν ξεχνιέται.

  Στο σχολείο πηγαίναμε με συνοδεία ενός γονιού, ο οποίος άνοιγε το χιονοπάτι μπροστά. Τα μάλλινα τσουράπια και τα πλεκτά φανελάκια που έφτιαχνε η μητέρα μας μας ζέσταιναν, αλλά πάντα προσέχαμε τις χιονοστιβάδες και τα έλατα που έπεφταν κάνοντας έναν τρομακτικό θόρυβο από το βάρος του χιονιού. Το σχολείο δεν έκλεινε εύκολα λόγω χιονιού. Ακόμα κι όταν το λευκό πάπλωμα κάλυπτε το χωριό, εμείς, τα παιδιά, πηγαίναμε κανονικά στα μαθήματα. Μόνο όταν το χιόνι γινόταν πραγματικά πολύ και το περπάτημα αδύνατο, τότε μας επέτρεπαν να μείνουμε σπίτι. Ήταν, όμως, σπάνιο να σταματήσει η σχολική ζωή εξαιτίας του καιρού.

  Όταν δεν μπορούσαμε να βγούμε έξω, μαζευόμασταν γύρω από το τζάκι και παίζαμε ασταμάτητα πάνω στις φλοκάτες. 

Ο πατέρας μας έλεγε ή και διάβαζε παροιμίες, όπως: 

  • «Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει. Μα αν τύχει και κακιώσει, μες στο χιόνι θα μας χώσει». 
  • «Μαθημένα τα βουνά από τα χιόνια».
  • «Χιόνι πέφτει το Γενάρη, τι χαρές τον Αλωνάρη». 
  • Βρέχει χιονίζ η καραβάνα γιομίζ
  • Παπαντούλα (Υπαπαντή) χιονισμέν, κοφινούλα γιομισμέν΄
  •  Άσπρο είναι και το χιόνι μον΄ το κατουρούν οι σκύλοι
  • Γι΄αυτό έπεσαν τα χιόνια για να πονούν τα νύχια
  • Κατά τα βουνά και τα χιόνια
  • Ήλιος και χιόνι (που) παντρεύονται οι αρχόντοι
  • Τα  βουνά δεν φοβούνται τα χιόνια, αλλά τη βροχή
  • Χιονίσει ή βρέξει το Γενάρη, ο ξερόμυλος θα αλέσει
  • Εκεί που βρέχει φαίνεται κι όπου χιονίζει ασπρίζει
  • Τ΄άγια Νικολοβάρβαρα ή βρέχει ή χιονίζει

Όταν η λάμπα πετρελαίου έσβηνε, οι ιστορίες των γονιών μας μας υπενθύμιζαν ότι το χιόνι δεν κρατά για πάντα. Η ζωή θα επέστρεφε στην κανονικότητά της, αλλά οι στιγμές αυτές, γεμάτες δυσκολίες και αγάπη, θα έμεναν για πάντα στη μνήμη μας. Ο χιονιάς ήταν μια δοκιμασία, αλλά και μια υπενθύμιση της δύναμης της οικογένειας. Σήμερα, κάθε φορά που βλέπω το χιόνι να σκεπάζει το Χαλίκι, οι μνήμες ζωντανεύουν, γεμάτες νοσταλγία και ζεστασιά.

Α. Κ. Ρ.


Φωτογραφίες: Ιωάννης Α. Ρισβάς


















Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2025

Η Βαβομήτραινα και οι Νύχτες του Δωδεκαήμερου

 


Στον οικισμό μας, τη Λαδικού, χωμένος μέσα στο πυκνό πράσινο του Παναιτωλικού, οι νύχτες του Δωδεκαήμερου ήταν γεμάτες μαγεία και μυστήριο. Το όνομα του τόπου μας, έλεγε η Βαβομήτραινα, ερχόταν από τα δαδιά που έφτιαχναν οι παλιοί από τα έλατα – από Δαδικού έγινε Λαδικού. Εκεί, σε αυτό το μικρό χωριό, με τις έξι καμινάδες να καπνίζουν, ζούσαμε κάθε χρόνο τις πιο παραμυθένιες μέρες και νύχτες του χρόνου.

Στο Βασιλέικο το σπίτι, το τζάκι ήταν η καρδιά της παρέας. Τα βράδια μαζευόμασταν γύρω από τη φωτιά, κι εκείνη, η Βαβομήτραινα, καθόταν πλάι στις φλόγες, σε ένα χοντρό υφαντό από τραγίσιο μαλλί. Με τη λάμπα πετρελαίου να φωτίζει το γερασμένο της πρόσωπο και τη φωνή της να κυμαίνεται ανάμεσα στο ήρεμο και το συναρπαστικό, ξετύλιγε τις ιστορίες της. Εμείς, παιδιά μικρά, με τα μάτια και τα στόματα ορθάνοιχτα, ρουφούσαμε κάθε λέξη της.

Η φωτιά έπαιζε με τα χλωρά πουρνάρια και τα ξύλα της αγριοκερασιάς – το «πάντρεμα των ξύλων», όπως το έλεγε, ήταν το μυστικό για να διώχνουμε τους Καλικάντζαρους, τα Παγανά που τρύπωναν από τις καμινάδες. Οι μεγάλοι κουβέντιαζαν σιγανά για τη μέρα που πέρασε, για τα κτήματα και τα ζώα, ενώ εμείς ταξιδεύαμε στους κόσμους της φαντασίας, γεμάτοι περιέργεια και φόβο.

«Τα Παγανά», έλεγε η Βαβομήτραινα, «βγαίνουν παραμονή Χριστουγέννων από τα έγκατα της γης. Αφήνουν πίσω τους τα μαύρα τσεκούρια και το δέντρο που κόβουν ασταμάτητα και έρχονται στον Πάνω Κόσμο. Κι εδώ κάνουν τη ζωή δύσκολη στους ανθρώπους». Μας περιέγραφε πώς οι Καλικάντζαροι σκαρφάλωναν στις στέγες, τρύπωναν στις καμινάδες, έσβηναν τις φωτιές με τα κατουρήματά τους και μαγάριζαν το χοιρινό που ψήναμε για τις γιορτές. «Να προσεύχεστε», μας έλεγε, «να λέτε το "Πιστεύω" και το "Πάτερ ημών". Έτσι διώχνουμε το κακό».

Μα το καλύτερο μέρος ήταν οι περιγραφές τους. Τον αρχηγό τους, τον Μαντρακούκο, τον κουτσό και τραγοπόδαρο, τον φοβόμασταν περισσότερο. Ο Μαλαγάνας με τα γλυκόλογά του ξεγελούσε τα παιδιά και τους έπαιρνε τα γλυκά, ο Κοψαχείλης με τα δόντια του που προεξείχαν τρομακτικά. Επίσης, ο Κωλοβελόνης, ψηλός και λεπτός σαν μακαρόνι, περνούσε από χαραμάδες, ενώ ο Τρικλοπόδης με το χταποδίσιο χέρι του ανακάτευε τα πλεχτά της γιαγιάς.

«Ο Παγανός», μας έλεγε, «ήταν ο πιο κουτσός από όλους. Κάποτε, η Μάρω, η χωριατοπούλα, τον ξεγέλασε και κρύφτηκε στα σακιά με το αλεύρι στο γαϊδούρι της. Τρόμαξε ο Παγανός και πήγε να της ρίξει μια, αλλά το γαϊδούρι τον κλώτσησε δυνατά κι από τότε δεν περπατά ίσια». Με τις περιγραφές της άλλοτε γελούσαμε κι άλλοτε κοιτάζαμε γύρω μας με φόβο, μήπως κάποιος Καλικάντζαρος μας παρακολουθεί.

Η Βαβομήτραινα ήξερε πώς να τους κρατήσει μακριά. Έριχνε λίγο αλάτι στη φωτιά ή μια σταλιά μπαρούτη, και η φλόγα χοροπηδούσε, σκορπίζοντας σπινθήρες. «Φοβούνται τη φωτιά», έλεγε. «Γι’ αυτό ποτέ δεν την αφήνουμε να σβήσει». Μας έλεγε ότι και το κρέας από το γουρούνι έπρεπε να προστατεύεται. «Πάντα θυμίαμα και κάρβουνα γύρω του, αλλιώς μαγαρίζεται».

Και όταν τους ρωτούσαμε, «πώς είναι οι Καλικάντζαροι;», η Βαβομήτραινα τους περιέγραφε με κάθε λεπτομέρεια: μαλλιαροί, με μεγάλα δόντια που κρέμονταν έξω από τα χείλη τους, και χέρια γεμάτα νύχια. «Μοιάζουν με τέρατα», έλεγε, «και τα μάτια τους λάμπουν στο σκοτάδι». Όμως, πάντα στο τέλος πρόσθετε: «Μη φοβάστε, γιατί ο "ζουρλόπαπας", όταν βγει με τον αγιασμό του, τους διώχνει πίσω στα βάθη της γης. Δεν τους αφήνει να μας πειράξουν άλλο».

Αυτές οι νύχτες ήταν γεμάτες από εικόνες, ιστορίες και αρώματα – το άρωμα της φωτιάς, της ζεστής στάχτης και του ψωμιού που ζύμωνε η ματέρα μας. Η Βαβομήτραινα μάς κρατούσε όλους κοντά της, όχι μόνο με τις ιστορίες της, αλλά και με τη δύναμη της αγάπης της.

Και τώρα που εκείνη έχει φύγει, τα λόγια της μένουν ζωντανά. Τα λέμε στα δικά μας παιδιά, κάθε φορά που ανάβει το τζάκι, όταν το χιόνι πέφτει αθόρυβα έξω.

Χρόνια πολλά, Βαβομήτραινα, εκεί ψηλά στον ουρανό. Να συνεχίζεις να λες τις ιστορίες σου και να φωτίζεις τις ψυχές μας!

"Παιδικές αναμνήσεις"

Α. Κ. Ρ. 

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2025

Ο ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ ΚΩΝΝΟΥ Γ ΡΙΣΒΑ

https://drive.google.com/file/d/1-pq9YXWx5IRERmbSRHMavGIIiCQP32AM/view?usp=sharing

«Ο Δασκαλάκης: Η ζωή και το έργο του»

του Κωνσταντίνου Γ. Ρισβά

Το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας είναι ένα ταξίδι στον χρόνο, μια συγκινητική και σπάνια μαρτυρία μιας ζωής γεμάτης προκλήσεις, χαρές και λύπες. Ο Κωνσταντίνος Γ. Ρισβάς, γνωστός ως «Δασκαλάκης», επιχειρεί στα 84 του χρόνια να καταγράψει τη διαδρομή του, φωτίζοντας τις ρίζες της οικογένειάς του και τη δική του πορεία μέσα από έναν αιώνα γεμάτο αλλαγές.

Με βαθιά αγάπη για την οικογενειακή παράδοση και την ιστορία, ο συγγραφέας καταθέτει τις μνήμες του σε δύο μέρη: πρώτον, την έρευνα για το γενεαλογικό του δέντρο, προσπαθώντας να ανακαλύψει την προέλευση και τους συγγενικούς δεσμούς του, και δεύτερον, την αφήγηση της προσωπικής του ζωής. Αυτή η αφήγηση δεν είναι μόνο η ιστορία ενός ανθρώπου αλλά και ενός ολόκληρου κόσμου, από τα ήσυχα χωριά της ελληνικής υπαίθρου έως τις προκλήσεις και τα γεγονότα που καθόρισαν τον 20ό αιώνα.

Η ιστορία του «Δασκαλάκη» μας μεταφέρει από τον Τόρνο Ευρυτανίας, τον τόπο της καταγωγής του, σε μια σειρά από σταθμούς που τον οδήγησαν τελικά στον οικισμό Λαδικού του τοπικού διαμερίσματος Χαλικίου ορεινής Τριχωνίδας. Καταγράφοντας με σεμνότητα και εντιμότητα, ο συγγραφέας δίνει στους αναγνώστες τη δυνατότητα να γνωρίσουν όχι μόνο τη δική του ζωή, αλλά και την καθημερινότητα, τις συνήθειες και τις δυσκολίες των Ελλήνων της εποχής του.

Το έργο αυτό, με τη ζεστασιά της προσωπικής μαρτυρίας και την αξία της ιστορικής έρευνας, δεν αποτελεί μόνο παρακαταθήκη για τους απογόνους του Κωνσταντίνου Ρισβά. Είναι και μια πολύτιμη προσφορά σε κάθε ενδιαφερόμενο για την ιστορία, τη γενεαλογία και τις ανθρώπινες εμπειρίες. Με την ψηφιοποίησή του, το βιβλίο αποκτά μια νέα διάσταση, διασφαλίζοντας ότι η φωνή του «Δασκαλάκη» θα συνεχίσει να ακούγεται από τις επόμενες γενιές.

Ας είναι το έργο αυτό φόρος τιμής στον Κωνσταντίνο Γ. Ρισβά, έναν άνθρωπο που μέσα από την πένα του ζωντάνεψε τη μνήμη, τους αγώνες και τις ρίζες του. Αιωνία του η μνήμη.

Α.Κ. Ρ.