Στο Βασιλέικο το σπίτι, το τζάκι ήταν η καρδιά της παρέας. Τα βράδια μαζευόμασταν γύρω από τη φωτιά, κι εκείνη, η Βαβομήτραινα, καθόταν πλάι στις φλόγες, σε ένα χοντρό υφαντό από τραγίσιο μαλλί. Με τη λάμπα πετρελαίου να φωτίζει το γερασμένο της πρόσωπο και τη φωνή της να κυμαίνεται ανάμεσα στο ήρεμο και το συναρπαστικό, ξετύλιγε τις ιστορίες της. Εμείς, παιδιά μικρά, με τα μάτια και τα στόματα ορθάνοιχτα, ρουφούσαμε κάθε λέξη της.
Η φωτιά έπαιζε με τα χλωρά πουρνάρια και τα ξύλα της αγριοκερασιάς – το «πάντρεμα των ξύλων», όπως το έλεγε, ήταν το μυστικό για να διώχνουμε τους Καλικάντζαρους, τα Παγανά που τρύπωναν από τις καμινάδες. Οι μεγάλοι κουβέντιαζαν σιγανά για τη μέρα που πέρασε, για τα κτήματα και τα ζώα, ενώ εμείς ταξιδεύαμε στους κόσμους της φαντασίας, γεμάτοι περιέργεια και φόβο.
«Τα Παγανά», έλεγε η Βαβομήτραινα, «βγαίνουν παραμονή Χριστουγέννων από τα έγκατα της γης. Αφήνουν πίσω τους τα μαύρα τσεκούρια και το δέντρο που κόβουν ασταμάτητα και έρχονται στον Πάνω Κόσμο. Κι εδώ κάνουν τη ζωή δύσκολη στους ανθρώπους». Μας περιέγραφε πώς οι Καλικάντζαροι σκαρφάλωναν στις στέγες, τρύπωναν στις καμινάδες, έσβηναν τις φωτιές με τα κατουρήματά τους και μαγάριζαν το χοιρινό που ψήναμε για τις γιορτές. «Να προσεύχεστε», μας έλεγε, «να λέτε το "Πιστεύω" και το "Πάτερ ημών". Έτσι διώχνουμε το κακό».
Μα το καλύτερο μέρος ήταν οι περιγραφές τους. Τον αρχηγό τους, τον Μαντρακούκο, τον κουτσό και τραγοπόδαρο, τον φοβόμασταν περισσότερο. Ο Μαλαγάνας με τα γλυκόλογά του ξεγελούσε τα παιδιά και τους έπαιρνε τα γλυκά, ο Κοψαχείλης με τα δόντια του που προεξείχαν τρομακτικά. Επίσης, ο Κωλοβελόνης, ψηλός και λεπτός σαν μακαρόνι, περνούσε από χαραμάδες, ενώ ο Τρικλοπόδης με το χταποδίσιο χέρι του ανακάτευε τα πλεχτά της γιαγιάς.
«Ο Παγανός», μας έλεγε, «ήταν ο πιο κουτσός από όλους. Κάποτε, η Μάρω, η χωριατοπούλα, τον ξεγέλασε και κρύφτηκε στα σακιά με το αλεύρι στο γαϊδούρι της. Τρόμαξε ο Παγανός και πήγε να της ρίξει μια, αλλά το γαϊδούρι τον κλώτσησε δυνατά κι από τότε δεν περπατά ίσια». Με τις περιγραφές της άλλοτε γελούσαμε κι άλλοτε κοιτάζαμε γύρω μας με φόβο, μήπως κάποιος Καλικάντζαρος μας παρακολουθεί.
Η Βαβομήτραινα ήξερε πώς να τους κρατήσει μακριά. Έριχνε λίγο αλάτι στη φωτιά ή μια σταλιά μπαρούτη, και η φλόγα χοροπηδούσε, σκορπίζοντας σπινθήρες. «Φοβούνται τη φωτιά», έλεγε. «Γι’ αυτό ποτέ δεν την αφήνουμε να σβήσει». Μας έλεγε ότι και το κρέας από το γουρούνι έπρεπε να προστατεύεται. «Πάντα θυμίαμα και κάρβουνα γύρω του, αλλιώς μαγαρίζεται».
Και όταν τους ρωτούσαμε, «πώς είναι οι Καλικάντζαροι;», η Βαβομήτραινα τους περιέγραφε με κάθε λεπτομέρεια: μαλλιαροί, με μεγάλα δόντια που κρέμονταν έξω από τα χείλη τους, και χέρια γεμάτα νύχια. «Μοιάζουν με τέρατα», έλεγε, «και τα μάτια τους λάμπουν στο σκοτάδι». Όμως, πάντα στο τέλος πρόσθετε: «Μη φοβάστε, γιατί ο "ζουρλόπαπας", όταν βγει με τον αγιασμό του, τους διώχνει πίσω στα βάθη της γης. Δεν τους αφήνει να μας πειράξουν άλλο».
Αυτές οι νύχτες ήταν γεμάτες από εικόνες, ιστορίες και αρώματα – το άρωμα της φωτιάς, της ζεστής στάχτης και του ψωμιού που ζύμωνε η ματέρα μας. Η Βαβομήτραινα μάς κρατούσε όλους κοντά της, όχι μόνο με τις ιστορίες της, αλλά και με τη δύναμη της αγάπης της.
Και τώρα που εκείνη έχει φύγει, τα λόγια της μένουν ζωντανά. Τα λέμε στα δικά μας παιδιά, κάθε φορά που ανάβει το τζάκι, όταν το χιόνι πέφτει αθόρυβα έξω.
Χρόνια πολλά, Βαβομήτραινα, εκεί ψηλά στον ουρανό. Να συνεχίζεις να λες τις ιστορίες σου και να φωτίζεις τις ψυχές μας!
"Παιδικές αναμνήσεις"
Α. Κ. Ρ.