Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2025

Η Βαβομήτραινα και οι Νύχτες του Δωδεκαήμερου

 


Στον οικισμό μας, τη Λαδικού, χωμένος μέσα στο πυκνό πράσινο του Παναιτωλικού, οι νύχτες του Δωδεκαήμερου ήταν γεμάτες μαγεία και μυστήριο. Το όνομα του τόπου μας, έλεγε η Βαβομήτραινα, ερχόταν από τα δαδιά που έφτιαχναν οι παλιοί από τα έλατα – από Δαδικού έγινε Λαδικού. Εκεί, σε αυτό το μικρό χωριό, με τις έξι καμινάδες να καπνίζουν, ζούσαμε κάθε χρόνο τις πιο παραμυθένιες μέρες και νύχτες του χρόνου.

Στο Βασιλέικο το σπίτι, το τζάκι ήταν η καρδιά της παρέας. Τα βράδια μαζευόμασταν γύρω από τη φωτιά, κι εκείνη, η Βαβομήτραινα, καθόταν πλάι στις φλόγες, σε ένα χοντρό υφαντό από τραγίσιο μαλλί. Με τη λάμπα πετρελαίου να φωτίζει το γερασμένο της πρόσωπο και τη φωνή της να κυμαίνεται ανάμεσα στο ήρεμο και το συναρπαστικό, ξετύλιγε τις ιστορίες της. Εμείς, παιδιά μικρά, με τα μάτια και τα στόματα ορθάνοιχτα, ρουφούσαμε κάθε λέξη της.

Η φωτιά έπαιζε με τα χλωρά πουρνάρια και τα ξύλα της αγριοκερασιάς – το «πάντρεμα των ξύλων», όπως το έλεγε, ήταν το μυστικό για να διώχνουμε τους Καλικάντζαρους, τα Παγανά που τρύπωναν από τις καμινάδες. Οι μεγάλοι κουβέντιαζαν σιγανά για τη μέρα που πέρασε, για τα κτήματα και τα ζώα, ενώ εμείς ταξιδεύαμε στους κόσμους της φαντασίας, γεμάτοι περιέργεια και φόβο.

«Τα Παγανά», έλεγε η Βαβομήτραινα, «βγαίνουν παραμονή Χριστουγέννων από τα έγκατα της γης. Αφήνουν πίσω τους τα μαύρα τσεκούρια και το δέντρο που κόβουν ασταμάτητα και έρχονται στον Πάνω Κόσμο. Κι εδώ κάνουν τη ζωή δύσκολη στους ανθρώπους». Μας περιέγραφε πώς οι Καλικάντζαροι σκαρφάλωναν στις στέγες, τρύπωναν στις καμινάδες, έσβηναν τις φωτιές με τα κατουρήματά τους και μαγάριζαν το χοιρινό που ψήναμε για τις γιορτές. «Να προσεύχεστε», μας έλεγε, «να λέτε το "Πιστεύω" και το "Πάτερ ημών". Έτσι διώχνουμε το κακό».

Μα το καλύτερο μέρος ήταν οι περιγραφές τους. Τον αρχηγό τους, τον Μαντρακούκο, τον κουτσό και τραγοπόδαρο, τον φοβόμασταν περισσότερο. Ο Μαλαγάνας με τα γλυκόλογά του ξεγελούσε τα παιδιά και τους έπαιρνε τα γλυκά, ο Κοψαχείλης με τα δόντια του που προεξείχαν τρομακτικά. Επίσης, ο Κωλοβελόνης, ψηλός και λεπτός σαν μακαρόνι, περνούσε από χαραμάδες, ενώ ο Τρικλοπόδης με το χταποδίσιο χέρι του ανακάτευε τα πλεχτά της γιαγιάς.

«Ο Παγανός», μας έλεγε, «ήταν ο πιο κουτσός από όλους. Κάποτε, η Μάρω, η χωριατοπούλα, τον ξεγέλασε και κρύφτηκε στα σακιά με το αλεύρι στο γαϊδούρι της. Τρόμαξε ο Παγανός και πήγε να της ρίξει μια, αλλά το γαϊδούρι τον κλώτσησε δυνατά κι από τότε δεν περπατά ίσια». Με τις περιγραφές της άλλοτε γελούσαμε κι άλλοτε κοιτάζαμε γύρω μας με φόβο, μήπως κάποιος Καλικάντζαρος μας παρακολουθεί.

Η Βαβομήτραινα ήξερε πώς να τους κρατήσει μακριά. Έριχνε λίγο αλάτι στη φωτιά ή μια σταλιά μπαρούτη, και η φλόγα χοροπηδούσε, σκορπίζοντας σπινθήρες. «Φοβούνται τη φωτιά», έλεγε. «Γι’ αυτό ποτέ δεν την αφήνουμε να σβήσει». Μας έλεγε ότι και το κρέας από το γουρούνι έπρεπε να προστατεύεται. «Πάντα θυμίαμα και κάρβουνα γύρω του, αλλιώς μαγαρίζεται».

Και όταν τους ρωτούσαμε, «πώς είναι οι Καλικάντζαροι;», η Βαβομήτραινα τους περιέγραφε με κάθε λεπτομέρεια: μαλλιαροί, με μεγάλα δόντια που κρέμονταν έξω από τα χείλη τους, και χέρια γεμάτα νύχια. «Μοιάζουν με τέρατα», έλεγε, «και τα μάτια τους λάμπουν στο σκοτάδι». Όμως, πάντα στο τέλος πρόσθετε: «Μη φοβάστε, γιατί ο "ζουρλόπαπας", όταν βγει με τον αγιασμό του, τους διώχνει πίσω στα βάθη της γης. Δεν τους αφήνει να μας πειράξουν άλλο».

Αυτές οι νύχτες ήταν γεμάτες από εικόνες, ιστορίες και αρώματα – το άρωμα της φωτιάς, της ζεστής στάχτης και του ψωμιού που ζύμωνε η ματέρα μας. Η Βαβομήτραινα μάς κρατούσε όλους κοντά της, όχι μόνο με τις ιστορίες της, αλλά και με τη δύναμη της αγάπης της.

Και τώρα που εκείνη έχει φύγει, τα λόγια της μένουν ζωντανά. Τα λέμε στα δικά μας παιδιά, κάθε φορά που ανάβει το τζάκι, όταν το χιόνι πέφτει αθόρυβα έξω.

Χρόνια πολλά, Βαβομήτραινα, εκεί ψηλά στον ουρανό. Να συνεχίζεις να λες τις ιστορίες σου και να φωτίζεις τις ψυχές μας!

"Παιδικές αναμνήσεις"

Α. Κ. Ρ. 

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2025

Ο ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ ΚΩΝΝΟΥ Γ ΡΙΣΒΑ

https://drive.google.com/file/d/1-pq9YXWx5IRERmbSRHMavGIIiCQP32AM/view?usp=sharing

«Ο Δασκαλάκης: Η ζωή και το έργο του»

του Κωνσταντίνου Γ. Ρισβά

Το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας είναι ένα ταξίδι στον χρόνο, μια συγκινητική και σπάνια μαρτυρία μιας ζωής γεμάτης προκλήσεις, χαρές και λύπες. Ο Κωνσταντίνος Γ. Ρισβάς, γνωστός ως «Δασκαλάκης», επιχειρεί στα 84 του χρόνια να καταγράψει τη διαδρομή του, φωτίζοντας τις ρίζες της οικογένειάς του και τη δική του πορεία μέσα από έναν αιώνα γεμάτο αλλαγές.

Με βαθιά αγάπη για την οικογενειακή παράδοση και την ιστορία, ο συγγραφέας καταθέτει τις μνήμες του σε δύο μέρη: πρώτον, την έρευνα για το γενεαλογικό του δέντρο, προσπαθώντας να ανακαλύψει την προέλευση και τους συγγενικούς δεσμούς του, και δεύτερον, την αφήγηση της προσωπικής του ζωής. Αυτή η αφήγηση δεν είναι μόνο η ιστορία ενός ανθρώπου αλλά και ενός ολόκληρου κόσμου, από τα ήσυχα χωριά της ελληνικής υπαίθρου έως τις προκλήσεις και τα γεγονότα που καθόρισαν τον 20ό αιώνα.

Η ιστορία του «Δασκαλάκη» μας μεταφέρει από τον Τόρνο Ευρυτανίας, τον τόπο της καταγωγής του, σε μια σειρά από σταθμούς που τον οδήγησαν τελικά στον οικισμό Λαδικού του τοπικού διαμερίσματος Χαλικίου ορεινής Τριχωνίδας. Καταγράφοντας με σεμνότητα και εντιμότητα, ο συγγραφέας δίνει στους αναγνώστες τη δυνατότητα να γνωρίσουν όχι μόνο τη δική του ζωή, αλλά και την καθημερινότητα, τις συνήθειες και τις δυσκολίες των Ελλήνων της εποχής του.

Το έργο αυτό, με τη ζεστασιά της προσωπικής μαρτυρίας και την αξία της ιστορικής έρευνας, δεν αποτελεί μόνο παρακαταθήκη για τους απογόνους του Κωνσταντίνου Ρισβά. Είναι και μια πολύτιμη προσφορά σε κάθε ενδιαφερόμενο για την ιστορία, τη γενεαλογία και τις ανθρώπινες εμπειρίες. Με την ψηφιοποίησή του, το βιβλίο αποκτά μια νέα διάσταση, διασφαλίζοντας ότι η φωνή του «Δασκαλάκη» θα συνεχίσει να ακούγεται από τις επόμενες γενιές.

Ας είναι το έργο αυτό φόρος τιμής στον Κωνσταντίνο Γ. Ρισβά, έναν άνθρωπο που μέσα από την πένα του ζωντάνεψε τη μνήμη, τους αγώνες και τις ρίζες του. Αιωνία του η μνήμη.

Α.Κ. Ρ.