Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2019

Κάλαντα των Χριστουγέννων

Αποτέλεσμα εικόνας για χαλικι τριχωνιδασ χιονι
«Ήταν μια εποχή, που ούτε ημερολόγια, ούτε εφημερίδες προειδο­ποιούσαν για τις Μεγάλες Γιορτές», σημειώνει ο Δημήτριος Λουκάτος, «κι ο κόσμος περίμενε, σαν θεόσταλτες, τις φωνές των παιδιών, να φτάσουν ως την πόρτα και να του αναγγείλουν τη χαρούμενη ώρα»:



«Χριστός γεννάται σήμερον!»...

«Άγιος Βασίλης έρχεται!»...
«Σήμερα τα Φώτα κι οι φωτισμοί!»...

Τα στόματα των παιδιών συνέχιζαν μέσα στους αιώνες τα πρώτα εκείνα κάλαντα των αγγέλων, που, σύμφωνα με τη θρησκευτική παράδοση, ακούστηκαν τη νύχτα της Βηθλεέμ, πάνω από τα έκπληκτα κεφάλια των βοσκών:

«Δόξα νάχει ο Θεός...».

Χτυπούσαν την κάθε πόρτα τα παιδιά, κρατώντας το καλαθάκι ακούγονται οι φωνές: «Νά τά πούμε»; "Αν ακουστούν οι νοικοκυραίοι να λένε: «πέστε τα», τα παιδιά αρχίζουν:

Καλήν έσπέραν άρχοντες αν είναι ορισμός σας,
Χριστού τη θεία γέννηση να πω στ' αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον, εν Βηθλεέμ τη πόλι,
οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρετ' η φύσις όλη.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των άλογων,
ο Βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων.

Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι τό «δόξα έν ύψίστοις»
και τούτο άξιον εστί η των ποιμένων πίστις.
Εκ της Περσίας έρχονται τρεις μάγοι με τα δώρα,
άστρο λαμπρό τούς οδηγεί, χωρίς να λείψει ώρα.
Φθάσαντες στην Ιερουσαλήμ με πόθο ερωτώσι,
πού έγεννήθη ο Χριστός, να παν' να τον ευρώσι.
Διό Χριστόν ως ήκουσεν ό βασιλεύς Ηρώδης αμέσως έταράχτηκε κι έγινε θηριώδης.
Γιατί πολύ φοβήθηκε διά τη βασιλεία, μη τού την πάρει ο Χριστός και χάσει την άξια...

Χρόνια πολλά κι τ' χρόν'.

Ήταν μια ευλογία για το σπίτι η παρουσία των παιδιών. Οι ευχές, που πρωτόδιναν στο νοικοκύρη και στη νοικοκυρά, ήταν το πιο συ­γκινητικό συμβόλαιο με τη ζωή και το θεό:

Σ' αυτό το σπίτι πού 'ρθαμε, πέτρα να μη ραΐσει κι ο νοικοκύρης τον σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει.

«Η αμοιβή των μικρών καλαντιστών δεν ήταν ούτε ζητιανιά», πα­ρατηρεί ο Λουκάτος, «ούτε φιλανθρωπία. Ήταν μια πράξη τελεστική που και μόνη της έφερνε το ποθητό αποτέλεσμα: Την αφθονία των αγαθών και τον πλούτο στο σπίτι του νοικοκύρη. Έριχναν τα παιδιά το καλάθι ή το σακκούλι τους, όσο έψαλλαν, και η νοικοκυρά τους έβαζε μέσα ό,τι αντιπροσωπευτικό είχε των δικών της «ευχών»: Καρπούς (κοκόσιες καρύδια συνήθως) για την καλή σοδειά, γλυκούδια για την ευτυχία, νομίσματα για τον πλούτο(...). Στέκονταν στη μέση του σπιτιού και τραγουδούσαν, και από τα λόγια τους γινόταν παραμυθένιο το φτωχικό ή μέτριο νοικοκυριό του σπιτιού:»

Εσένα πρέπει, αφέντη μου, στα πεύκα να κοιμάσαι, βελούδα να σκεπάζεσαι κι αφέντης να λογάσαι. Κυρά μου, σα θα στολιστείς, να πας στην εκκλησιά σου, χρυσά λουλούδια πέφτουνε, απ' την περπατησιά σου...
Αφέντη μου, στα σπίτια σου χρυσές καντήλες φέγγουν, φέγγουν στους ξένους να δειπνούν, στους ξένους να πλαγιάζουν, φέγγει και μια σ' το ταίρι σου να στρώνει να κοιμάσαι, απάνου στα τριαντάφυλλα κι απάνου στα μιμίτσια...».


Βιβλιογραφία:

Δημ. Σ. Λουκάτος, Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών, Εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα 1984:.

Κώστας Δ. Κονταξής Το δημοτικό τραγούδι Εκδ. Πασχέντης 2007

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου