Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2019

H μεγάλη προσφορά του γουρουνιού στη διατροφή της οικογένειας σε παλιότερες εποχές.


Αποτέλεσμα εικόνας για χαλικι τριχωνιδασ

του Σωτηρίου Ε. Ντζούφρα συνταξιούχου εκπαιδευτικού



Οι Χαλικιώτες, αλλά και όλοι σχεδόν οι άνθρωποι της επαρχίας μέχρι πριν κάμποσα χρόνια ήταν θρησκευόμενοι με αποτέλεσμα τα Χριστούγεννα τα έβλεπαν ως μια μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης. Μάλιστα την περίοδο του σαρανταήμερου της νηστείας το τηρούσαν μ' ευλάβεια καταναλώνοντας καμπρολάχανα, αγριόχορτα, όσπρια κ.ά.
Όλα αυτά μ' ελάχιστα έως καθόλου λάδι, αφού κάτι τέτοιο επιβαλλόταν από τ' άδειο τους πουγκί (πορτοφόλι). Πριν αρκετά χρόνια το κρέας ήταν κάτι σαν είδος πολυτελείας και το έτρωγαν μόνο το Πάσχα, τις Απόκριες, και τα Χριστούγεννα. Προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν αρκετή ποσότητα κρέατος για να φροντίσουν τις οικογένειές τους που πολλές φορές ήταν πολυπληθείς. Τα Χριστούγεννα ήταν συνδεδεμένα με τα "γρούνια" και η ζωή κάθε οικογένειας το συγκεκριμένο Δωδεκαήμερο ήταν μέσα στη «γουρνοχαρά». Αγόραζαν τέλος της άνοιξης ή και στο τέλος του καλοκαιριού μικρά «γρουνάκια» και τα τάιζαν ως τα Χριστούγεννα με στόχο να πάρουν όσο το δυνατό περισσότερο βάρος. Το μικρό στην αρχή το τάιζαν μπομποτάλευρο ζυμωμένο αραιά με λαχανικά αν είχαν. Ήθελαν να ξεπεταχτεί γλήγορα και «να κάνει λεσιά (σκελετό)», όπως έλεγαν. Όταν μεγάλωνε λίγο το τάιζαν όταν υπήρχαν τ(υ)ρόγαλο τζέρου – αρχαία ελληνική λέξη, αποφάγια, τριφύλλι χλωρό, βλίτα, αγριόχορτα, πίτουρα, βελάνια και άλλα.
— Βρε, Βασίλω, φώναζε τη μεγάλη την τσούπα της η μάνα, σύρε μωρή να ταΐς το γρούνι. Τήρα καλά το πλύμα μην έχει καμιά μύγα και μας ψοφήσει το ζωντανό. Το νου σου! Αλοίμονό μας!
Να τονίσουμε εδώ, ότι ένιωθε περήφανος όποιος Χαλικιώτης έθρεφε μεγάλο (σε βάρος) «γρούνι» προσδοκώντας να περάσει οπωσδήποτε τις εκατό οκάδες. Το μεγάλωνε σε ειδικό μέρος (κουμάσι) στην αυλή ή και ελεύθερο χώρο αν είχε. Θυμάμαι που όταν ερχόταν η ομάδα να το σφάξουν που έλεγαν ότι προαισθανόταν το τέλος του, «τό τρωγε, όπως χαρακτηριστικά έλεγαν, το αίμα του». Όλο το χρόνο έδειχνε ήμερο, και μόλις του έξυναν για λίγο τη ράχη ή την πλάτη του ξάπλωνε κάτω σαν το χαδιάρικο γατάκι. Παραμονές Χριστουγέννων έδειχνε εχθρότητα ακόμα και σε αυτούς που το φρόντιζαν. Έκανε απειλητικά πηδήματα, ήταν διαρκώς αγριεμένο, φυσομανούσε στη θέα του οποιουδήποτε και δε δεχόταν τροφή. Για να μη φύγει και χαθεί το έδεναν με τριχιά από το πόδι.
Παρακάτω παραθέτουμε το σχετικό άρθρο του εκπαιδευτικού Σωτήρη Ε. Ντζουφρα στα «Χαλικιώτικα Νέα» που περιγράφει με γλαφυρότητα τις σκηνές που διαδραματίζοντας στο Χαλίκι σε παλιότερες εποχές.
Το γουρούνι, όπως θυμούμαστε οι παλιότεροι, ήταν το μαρτίνι που μας εξασφάλιζε το κρέας του δωδεκαημέρου των Xριστουγέννων καθώς και του μεγαλύτερου μέρους του χειμώνα. Το παστό, τα λουκάνικα, οι τσιγαρίδες και το λιωμένο λίπος συνόδευαν το κατά τα άλλα πενιχρό τραπέζι μας σχεδόν μέχρι τις Αποκριές. Δυο μέρες πριν τα Χριστούγεννα μια ομάδα 8-10 ατόμων πήγαινε από σπίτι σε σπίτι, ξεκινώντας από τα κάτω σπίτια του χωριού, για να σφάξει το γουρούνι του κάθε νοικοκυριού. Την ομάδα ακολουθούσε και παρέα πιτσιρικάδων που θαύμαζε το «κατόρθωμα» των μεγάλων. Θυμάμαι τον εαυτό μου ως μέλος της ομάδας των πιτσιρικάδων αρχικά και στη συνέχεια, από τα δεκαέξι μου χρόνια και μετά, ανήκα στην ομάδα των μεγάλων. Ο τρόπος σφαγής που ακολουθούσαμε ήταν πρωτόγονος. Εφτά-οχτώ άτομα κρατούσαμε το ζώο και ένας έβαζε το μαχαίρι. Συνήθως το μαχαίρι το έβαζε ο αγροφύλακας του χωριού μας, ο αείμνηστος μπαρμπα-Βαγγέλης. Στη συνέχεια το καθαρίζαμε και το κρεμάγαμε για να το γδάρει ο ιδιοκτήτης με την ησυχία του. Σ’ αυτό το στάδιο την επιμέλεια είχε ο μπάρμπα- Γιάννης ο Τσώρακας. Μου έκανε μάλιστα εντύπωση η σχολαστικότητα και η φροντίδα που έδειχνε για το κάθε σφάγιο λες και ήταν δικό του. Όταν τελειώναμε η νοικοκυρά του σπιτιού μας κερνούσε χαλβά σπιτίσιο, κάστανα βραστάκαι ζεστό τσίπουρο, ποντζ. Καθόμασταν λίγο και ώσπου να
Το σεντούκι του χρόνου πάρουμε το κέρασμα λέγαμε τι αντιμετωπίσαμε κατά τη σφαγή, με αρκετή δόση υπερβολής. Ο ένας έλεγε «εμένα παρ’ ολίγο να μου φύγει» ο άλλος «εμένα παρ’ ολίγο να με ρίξει από τον τοίχο» και εμείς οι έφηβοι που θέλαμε να προσέξουν οι μεγάλοι ότι μεγαλώσαμε, δυναμώσαμε και είμαστε χρήσιμοι λέγαμε «ευτυχώς που το έπιασα εγώ γιατί θα μας έφευγε» και οι μεγάλοι βέβαια το άκουγαν με μπόλικη κατανόηση. Αυτό γινόταν σε κάθε σπίτι μέχρι που φτάναμε στην κορυφή του χωριού.
Θυμάμαι μια χρονιά είχαμε περάσει από όλα τα σπίτια και φτάσαμε στο δικό μου. Ήταν το τελευταίο που θα σφάζαμε. Το τσίπουρο που καταναλώσαμε είχε κάνει καλή δουλειά. Τα γέλια και τα πειράγματα δεν είχαν τελειωμό. Η αλκοόλη χαλάρωσε τα χέρια μας. Ακόμα και χέρια-τανάλιες όπως του Θανάση Νικολακόπουλου και του Φάνη Πρέντζα χαλάρωσαν και το γουρούνι μας έφυγε. Δεν κατάφερε όμως να απομακρυνθεί πολύ καθώς ο Γιάννης ο Νικοδημητρόπουλος το κρατούσε από την ουρά και δεν το άφηνε με τίποτα. Έτσι χάρη στο Γιάννη σφάξαμε το γουρούνι διαφορετικά θατο ψάχναμε ανήμερα Χριστούγεννα στο λόγγο.
Είναι πολύ έντονες αυτές οι μνήμες και δεν ξεθωριάζουν με το πέρασμα του χρόνου. Αυτό που κρατώ από εκείνη την εποχή και το οποίο λείπει στις μέρες μας είναι η αλληλεγγύη που χαρακτήριζε τη ζωή μας. Υπήρχε έννοια,πραγματικό ενδιαφέρον για τον συγχωριανό είτε συνδεόμασταν με δεσμούς συγγένειας είτε όχι. Υπήρχε κοινωνία με έντονο το απαραίτητο συστατικό της επικοινωνίας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου